Sunday 22 January 2012

Ανεμολόγιο...

Είχα βρει μία προνομιακή θέση στο ψηλότερο κατάστρωμα. Το πλοίο ξεκινούσεֹ τα μικρά φωτάκια απομακρύνονταν όλο και περισσότερο κι η θάλασσα μας υποδεχόταν, ζεστή γενναιόδωρη γεμάτη υποσχέσεις. Ξέσκισα τη διάφανη ζελατίνα των καρέλια. Ολόχρυσα φρέσκα και μυρωδάτα με περίμεναν να τα απολαύσω. Εισέπνευσα ευλαβικά το άρωμά τους γεμίζοντας μέχρι το στομάχι μου και ως την καρδιά μου. Άναψα το πρώτο μου τσιγάροֹ ο δυνατός αέρας με ταλαιπώρησε αλλά δεν μπορούσε να με σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή ήμουν παντοδύναμος. Κάποτε, σκεφτόμουν, θα έπαιρνα κι εγώ τη θέση μου στις βιβλιοθήκες δίπλα στους μεγάλους συγγραφείς -ίσως ο μεγαλύτερος! Ο Σελίν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Χέμινγουεϊ θα μου έγνεφαν γεμάτοι ζήλια από μακριά…

Διέθετα αναμφίβολα όλες τις προϋποθέσεις! είχα γνωρίσει τον έρωτα: είχα πονέσει ήδη και είχα πλήρη επίγνωση αυτού του φριχτού λάθους, που δεν έπρεπε να επαναλάβω. Ήμουν νέος και γεμάτος λαχτάρα για περιπέτεια… Θα γνώριζα τη ζωή, θα ταξίδευα σε όλο τον κόσμο. Δε με φόβιζε η φτώχεια και η κακοπέραση, θα ζούσα για χρόνια σε κάποιο άθλιο δωμάτιο ξενοδοχείου, θα αγόραζα γραφομηχανή, θα έκανα τις πιο ευφάνταστες δουλειές, διατηρώντας πάντα την τιμιότητά μου. Οι άνθρωποι που θα συναντούσα στο δρόμο μου θα με λάτρευαν αμέσως, θα μου άνοιγαν την καρδιά τους με δάκρυα στα μάτια, κι εγώ -με σεβασμό πάντα- θα έπαιρνα τις ιστορίες τους μαζί και τις δικές μου για να δημιουργήσω λογοτεχνία! Λογοτεχνία όπως δεν ξαναγράφτηκε ποτέ και ίσως δε θα ξαναγραφόταν! Δε θα ξεχνούσα τους φίλους μου, τους ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα από την αρχή. Όχι όλοι τους θα είχαν μια ξεχωριστή θέση στις αφιερώσεις των βιβλίων μου. Κι ίσως αργότερα το Νόμπελ; γιατί όχι κι ένα Νόμπελ! Έπρεπε ν' αλλάξω ίσως το όνομά μου; χρειαζόμουν ενδεχομένως ένα ψευδώνυμο καλλιτεχνικό, κάτι μυστηριώδες πνευματώδες αλλά και έξυπνο… κάτι αντάξιο της γραφής μου!


Και καθώς σχεδίαζα το λαμπρό μου μέλλον, η χρυσή μου κασετίνα έφυγε από τη θέση της, ο αέρας είχε δυναμώσει καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα. Έπρεπε να την είχα προστατέψει! Θεέ μου! Το πακέτο άνοιξε και δεκαεννιά τσιγάρα έτρεχαν στο νοτισμένο και βρωμερό κατάστρωμα… απελπισία! η κασετίνα μου! η χρυσή μου κασετίνα! τα τσιγάρα μου! Έτρεχα προς όλες τις κατευθύνσεις, σίγουρα πολύ γελοίος έτσι που
γλιστρούσα στην υγρασία του δαπέδου και μπουσούλαγα μαζεύοντας όπως όπως ό,τι μπορούσα να περισώσω. Δύο, νομίζω, τσιγάρα δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν. Δύο ολόκληρα τσιγάρα! Κατάρα! Απολαυστικά καρκινογόνα μου χαμένα δευτερόλεπτα! Με πηδηχτές κινήσεις βρέθηκαν στη θάλασσα... Για ένα αρρωστημένο δευτερόλεπτο με φαντάστηκα να βουτάω για να τα πιάσω. Η λογική υπερίσχυσε ωστόσο: είχα να φροντίσω τα υπόλοιπα δεκαεπτά, αυτά με χρειάζονταν περισσότερο, έπρεπε να είμαι εκεί για ‘κείνα…

Γύρισα απελπισμένος και σαφώς πιο βρώμικος στη θέση μου. Φύλαξα την κασετίνα στην τσέπη του τζιν και έσφιξα τα δόντια μου. Και τότε κατάλαβα…Σήκωσα τις γροθιές μου μανιασμένα προς τον ουρανό. Και όλα έγιναν πιο ξεκάθαρα… Δεν είχε σημασία πού ήμουν, αν είχα όνομα και ποιο ήταν αυτό, αν ήμουν άντρας ή γυναίκα, δεν είχαν σημασία οι πληγές μου ούτε το μέλλον… Και για πρώτη φορά, νομίζω, ρώτησα τον άνεμο...


2 comments:

  1. και αυτό το τραγούδι φοβερό!! οι arcade fire είναι από τους πιο αγαπημένους μου!

    ReplyDelete