Sunday 15 April 2012

Thoughts....

It matters not who you love, where you love, why you love, when you love or how you love, it matters only that you love.

- John Lennon 

Friday 13 April 2012

Παρίσι στα Sixties

«Tο μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα όπλο και ένα κορίτσι», έλεγε ο Γκοντάρ. Για να μαι ειλικρινής δεν είμαι και τόσο σίγουρος για το όπλο. Αρκεί ένα κορίτσι, ένα αγόρι και το Παρίσι.

Κάποτε με είχαν ρωτήσει σε πια περίοδο θα ήθελα να ζω αν είχα την δυνατότητα να μεταφερθώ στο χρόνο. Παρίσι, στα sixties. Ακαριαία απάντηση.

Γιατί;

Γιατί άλλο; Για να χω κούρεμα αλά γκαρσόν, να διαβάζω δίπλα στον Σηκουάνα και να βλέπω σινεμά πίνοντας coca-cola σε γυάλινο μπουκάλι και όχι σε χάρτινο κουτί των Goody’s.

Για να βλέπω σινεμά που με κάνει να ερωτεύομαι τους χαρακτήρες του, να μην ξεκολλάω τα μάτια μου από το πανί, να γελάω πραγματικά, να γελάω δυνατά, να χαμογελάω για κλάσματα του δευτερολέπτου.

Για να αγαπάω το ασπρόμαυρο και να μην ξεχνάω τις ατάκες μόλις βγω απ’ την αίθουσα. Για να βλέπω το ρομαντισμό της καθημερινότητας απαλλαγμένο από φόρμες και κανόνες, για να βλέπω το Γκοντάρ να μου κλείνει το μάτι, λέγοντας πως στην πραγματικότητα η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά σινεμά και το σινεμά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόλαυση μιας εξιδανικευμένης ζωής.

Για να βλέπω το όμορφο στα πρόσωπα, τους μορφασμούς, τις γκριμάτσες και το ανεπαίσθητο κλείσιμο των βλεφάρων. Για να παρατηρώ ιστορίες και συζητήσεις-ακόμα και τις πιο απλές, τις καθημερινές, τις τετριμμένες- σαν παθιασμένος ηδονοβλεψίας. Σαν ένα παιδί που κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα.

Για να μην ψάχνω τη συνοχή, το σενάριο ή την σωστότερη αφήγηση, αλλά να αφήνομαι σε ένα παιχνίδι αγνοώντας παντελώς τη συνέχεια και το τέλος. Για να νιώθω τη φρεσκάδα που ξεχειλίζει από το φιλμ να διασχίζει τις σειρές των θεατών και να φτάνει και σε μένα. Έντονη και άκρως γοητευτική.

Για να με παρασέρνει στη φυγή. «Ποτέ μη φρενάρεις τ’ αυτοκίνητα – φτιάχτηκαν για να τρέχουν». Για να καπνίζω χωρίς να σκέφτομαι τον καρκίνο. Για να διαβάζω εφημερίδα στο δρόμο. Για να μετράω μέχρι το 8 και να στραγγαλίζω όποιον δε μου χαμογελά ως τότε.

Για να οδηγώ κλεμμένη Cadillac.

Για να πηγαίνω να δω την ίδια ταινία ξανά και ξανά και ξανά. 

Για να γίνω αθάνατος και μετά…να πεθάνω.
 
Παρίσι, στα sixties.

Ίσως απλά για να δω το «À bout de souffle» σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα πίνοντας coca-cola σε γυάλινο μπουκάλι και όχι σε χάρτινο κουτί των Goody’s

Thursday 5 April 2012

Μη ξαναχάσεις αυτά τα πρωινά.

Τα πρωινά με ήλιο είναι πάντα τα ομορφότερα.Τα παράθυρα ανοιχτά-ακόμη κι αν έχει κρύο-και το σπίτι να μοσχοβολάει γαλλικό καφέ. Μικρά θραύσματα ευτυχίας ενώνονται κάτι τέτοια πρωινά. Μπορείς να κοιτάς από το παράθυρο με τις ώρες-ακόμη κι αν δε βλέπεις πουθενά.
Βλέπεις τις ελπίδες σου και τα όνειρα ˙ και είναι η ωραιότερη θέα που χες ποτέ.
Ο κόσμος σου φωνάζει. Καλημέρα. Ο κόσμος χαμογελάει. Χαμογελάς και εσύ. Πρώτη φορά θα παρατηρήσεις τη φύση. Κυανό και πράσινο και καστανοκόκκινο και ροδακινί-κι εσύ που νόμιζες πως η ζωή είναι σκίτσο με κάρβουνο. Φοράς τα γυαλιά στο κεφάλι. Βαθιά ανάσα. Ο κόσμος σου ανήκει σήμερα.
Ο κόσμος σου, έστω.
Η μουσική σου φτιάχνει το κέφι. Μόνο χαρούμενος σήμερα. Μόνο αισιόδοξος.
Σε αναγκάζει να σιγοτραγουδήσεις στην αρχή, και μετά πιο δυνατά, και πιο δυνατά, και πιο δυνατά. Στο τέρμα. Κάπου εκεί κλείνεις τα μάτια και συνεχίζεις το χορό σου. Πάντα τραγουδάς δυνατά το ρεφρέν. Replay. Ξανά. Ξανά.
Ξανά.
Μέχρι να λαχανιάσεις. Και να ξαπλώσεις στο χαλί κοιτώντας το ταβάνι και αφήνοντας το μυαλό να χορέψει στην επόμενη στροφή.
Και να παίζεις θεατρικά με εσένα για παρτενέρ στους διαλόγους. Και με εσένα πρωταγωνιστή στους μονολόγους.
Τέτοια πρωινά συνειδητοποιείς πως έχουν δίκιο τα βιβλία, και τα τραγούδια, και οι σοφοί, και οι τρελοί. Ευτυχία είναι οι στιγμές.
Οι στιγμές που χαμογελάς για λόγους που δεν είχες φανταστεί.
Ή για λόγους που δεν υπάρχουν.
Τα πρωινά με καφέ και κρουασάν στη λιακάδα.
Τα πρωινά με φίλους και γέλια.επ’ άπειρον.
Τα πρωινά με χουζούρεμα στο κρεβάτι και τον ήλιο να κρυφοκοιτά.
Τα πρωινά με μια αγκαλιά.
Τα πρωινά με βόλτες στο πάρκο.
Τα πρωινά με αιφνίδια φωτογραφικά κλικ.
Τα πρωινά που είσαι ευτυχισμένος. Μη ξαναχάσεις αυτά τα πρωινά.

Tuesday 3 April 2012

Πόσο καιρό είσαι νεκρός;

Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες. Γεύση μέντας και κρύο νερό στις και είκοσι. Όλα μηχανικά. Δυο γουλιές καφέ στις και μισή. Πικρός και χωρίς άρωμα. Όπως κάθε μέρα. Φόρεσες τα ίδια ρούχα με χτες και στις παρά είκοσι πέντε κλείδωσες. Δυο φορές. Όπως κάθε μέρα.
Ίδια διαδρομή. Γωνία στη γωνία, στενάκι στο στενάκι, βήμα στο βήμα. Στα αυτιά οι ίδιοι χιλιοακουσμένοι στίχοι. Τους ξέρεις απ’ έξω τώρα. Στο λεωφορείο η ίδια θέση πάντα. Πίσω παράθυρο είναι άδεια. Όπως κάθε μέρα. Τα τοπία έξω ίδια. Οι άνθρωποι διαφορετικοί. Πάντα κοιτάζεις τα τοπία.
Κενό.
Στο λεωφορείο η ίδια θέση πάντα. Πίσω παράθυρο είναι άδεια. Όπως κάθε βράδυ. Τα τοπία έξω ίδια. Οι άνθρωποι διαφορετικοί. Ποτέ δεν κοιτούσες τους ανθρώπους. Στα αυτιά οι ίδιοι χιλιοακουσμένοι στίχοι. Τους ξέρεις απ’ έξω τώρα. Βήμα στο βήμα, στενάκι στο στενάκι, γωνία στη γωνία. Ίδια διαδρομή. Όπως κάθε νύχτα.
Δυο φορές ξεκλείδωσες. Παρά τέταρτο. Τα ρούχα στην καρέκλα, έτοιμα, διπλωμένα για αύριο. Γεύση μέντας και κρύο νερό στις παρά δέκα. Το κενό γραπώνει τα όνειρα. Ακριβώς.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες.
Το κενό γραπώνει τα όνειρα. Ακριβώς.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε στις οκτώ και τέταρτο. Τρεις νότες και το έκλεισες.

Αργοπεθαίνουμε όλοι μας άραγε; Ή μήπως είμαστε ήμαστε ήδη νεκροί. Ναρκωμένοι.
Οκτώ γράμματα βγαίνουν όλο και πιο συχνά από τα στόματα. «Βαριέμαι». Λέμε πως θα κάνουμε πράγματα ˙ πως θα ταξιδέψουμε, πως θα διαβάσουμε, πως θα γνωρίσουμε, κι όλο στα λόγια σκοντάφτουμε και δεν σηκωνόμαστε ξανά. Ζηλεύουμε όσους τολμούν αλλά ποτέ μας δε ρισκάρουμε. Δε ρισκάρουμε μια νέα διαδρομή κάθε πρωί, ένα στενό παραδίπλα-κι ας είναι πιο μακριά, κι ας έχει ανηφόρα. Συνηθίσαμε.

Συνηθίσαμε και να γκρινιάζουμε. Παραπονιόμαστε για τη βροχή ή για τη ζέστη, νευριάζουμε για τα προγράμματα, νευριάζουμε με τους άλλους. Με τον εαυτό μας καμία φορά, αν τύχει. Μα εκεί έχουν καβάτζα οι δικαιολογίες. Συνηθίσαμε και τις δικαιολογίες.
Καταραμένη συνήθεια. Γλυκιά κατάρα όμως.

Όσο την τρέμεις σε πλησιάζει προσφέροντας σου δώρα ˙ σιγουριά και ηρεμία. Η ηρεμία που έχεις μάθει να επιθυμείς. Αυτή που καμιά φορά φωνάζεις απραξία και κάποιες άλλες ευτυχία. Οργάνωση, τάξη…κενό. Αυτή που τη βάπτισαν θάνατο μα χρόνια τώρα συστήνεται ηρεμία. Ο μεγαλύτερός μας φόβος, δίπλα μας σαν πάντα.
Και ακόμη και όταν ξυπνάς στιγμιαία απ’ τη νάρκωση, τα καλοκαίρια ή τώρα, πάντα καραδοκεί κάπου παραδίπλα. Ξεβόλεμα τα ταξίδια, ανούσιες οι αλλαγές. Το ξυπνητήρι στις και τέταρτο θα ‘ναι εκεί.
Πότε έπιασες κουβέντα με έναν άγνωστο;
Πότε έπαιξες τελευταία φορά;
Πότε ανακάλυψες μια νέα διαδρομή;
Πότε έκλαψες για λύτρωση;
Πότε γέλασες μέχρι δακρύων;
Πότε έζησες;
Ξεκίνα λοιπόν. Και να θυμάσαι :
«Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.»