Sunday 27 November 2011

illusions...

στα όνειρα θαρρώ πως είμαστε ψιχάλες,
δυο έντομα χαμένα στο υποσυνείδητο
σ'ένα ταξίδι πλάι στα σύννεφα
μα και στη κρύα γη των νεκρών
οι γέφυρες στέκονται και αναπολούν
η φύση ερωτεύτηκε στο απέναντι χωράφι
τα παγωμένα χέρια σου θα με τυλίξουν
(η μόνη ανάμνηση όταν ξυπνήσω)
η μόνη αλήθεια που απέμεινε,
μια συνουσία κρυφή κι απόμερη
ατελεύτητη

Άγρια φύση συμαισθημάτων

Σα να ακούω το βοριά που φυσάει και αγριεύει τη θάλασσα...

Σα να ακούω την ορμή που έχουν τα κύματα καθώς σκάνε στην ακτή...

Αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες σε τούτη τη Χώρα...

Καρτερώντας όμως το χαμόγελο στα χείλη των πολλών...



"Μια θάλασσα μικρή είναι το καλοκαίρι μου
ο έρωτάς μου, ο πόνος μου.



Τι μας πονάει πιο πολύ; Ό,τι θα θέλαμε να έχουμε ή ό,τι δεν έχουμε πια;



Πόσο θα ήθελα να χτυπούσε  η αρμύρα το πρόσωπό μου  σε αυτό το ακρογιάλι...

Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, θα έβρισκα τα σημάδια...

Thursday 24 November 2011

απόψε πίνουμε στις δικαιολογίες

τις καλύτερες μου ιστορίες
αυτές που σε ξενύχτησαν μαζί μου
με πυρετούς και στραβωμένες μοίρες από μοιρογνωμόνια
τις έγραψα για να δικαιολογήσω

να δικαιολογήσω

τις τρύπες που δεν άνοιξαν τα τσιγάρα
όπως πίστευες ή έλεγες

λάθη, πταίσματα, αμέλεια (εγκληματική), τίποτα

δεν έκανα τίποτα
εγκληματικά τίποτα

απο εκεί ξετύλιγα το κουβάρι

που μπέρδευα τόσο όμορφα
πλέκοντας
ζεστή , αφράτη δικαιολογία

κουλουριαζόμασταν τότε βαθιά

-ναι στην εμβρυϊκή στάση που λένε
και ξέχναγες να ρωτήσεις πως άρχισε
μόνο το τέλος κοιτάζουν όλοι στις ιστορίες
και το δικό μου άρεσε
ερχόταν τελευταίο και έκανε αίσθηση

κοιμόσουν καλύτερα μετά

όχι καλύτερα
ελαφρύτερα
με το ξυπνητήρι πιο κοντά
αγκαλιά
για να το σταματήσεις- νωρίς
πριν σε ξυπνήσει - τελείως

στο μεταίχμιο κάθε πρωί να πηδάς τα ανάμεσα


και το μικρό μου αριστούργημα

το δικό μου
ένας ιδιοκτήτης , ένας χρήστης
ένας και ο αυτός
αυτό που θα με καταξιώσει
-μετα θάνατον πάντα-
η ευτυχία μου

αυτήν

την πλέκω (βλέπω) συνέχεια
ακόμα και στα διαλείμματα

μια στραβή

                   μια ανάποδη

απόψε πίνουμε στις δικαιολογίες

στις καλές όμως

έτσι

γιατί θέλω
γιατί μπορώ
(δεν φτάνει αυτό ;)

Monday 21 November 2011

Ο Πέτρος σε νέες περιπέτειες....

Όπως σας είχα αποκαλύψει ήδη στο μικρό βιογραφικό μου, μια από τις βασικές ασχολίες μου είναι η εξερεύνηση.

Σήμερα λοιπόν έτρεξα κεφάτος στην ένωση εξερευνητών για να κατοχυρώσω μερικά από τα ονόματα χωρών που πρόσφατα ανακάλυψα.

Όπως το Πιπερού, το Κουτσουλιστάν, την Κουμασιλάνδη, την Πολιτεία με όλα τα χρώμαρτα εκτός από το Ροζ, το Αβγατηγανιστάν, το Κουφέιτ καθώς και το Άνω και Κάτω Βόλτα (στο Ανω μένουν αυτοί που έχουν πάρει την κάτω βόλτα και αντίστροφα).

Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο μα ο υπάλληλος εκεί με κοίταζε με δυσπιστία... σαν να μην μπορούσε να καταλάβει τους μαγικούς κόσμους που του εξηγούσα...

Αφού με τα πολλά με ρώτησαν για τα στοιχεία μου τους είπα ότι έχω γεννηθέι στο Περού και ότι σπούδασα γαλακτοκομία στη Γουαδελούπη.

Μα συνέχησαν να μην καταλαβαίνουν και ζήτησαν ένα μέλος από το συγγενικό μου περιβάλλον.

Τότε φώναξα τον παππόυ μου, έναν κοκκινομάλλη παραγεμιστή μαξιλαριών από τον Άγιο Δομήνικο και τον άλλο μου παππού που είναι αιωνόβιος μελλισσοκόμος.

Όταν με ρώτησαν με τι επαγγέλομαι, τους εξήγησα ότι είμαι δοκιμαστής καναπέδων και τα βράδια δουλεύω σε ένα διανυκτερεύον ζαχαροπλαστείο που παρασκευάζει ζελέδες για νάνους στην Αβησσυνία.

Στον τομέα των αγαπημένων, τους είπα ότι το αγαπημένο μου χρώμα είναι το σκούρο τσαγαλί.

Το αόρατο πράσινο καγκουρό

Και η ζωή γίνεται ένα αόρατο πράσινο καγκουρό πότε πότε. 
Ένα ζωηρό πράσινο καγκουρό ονομάζω Οράτιο και που καβαλάω με φόρα,
ανεμίζοντας την πολύχρωμη παντιέρα μου.
Και με πάει και με φέρνει,
και δε με γυρνάει πάντα,
μονάχα με τρέχει σε τοπία
πότε ασπρόμαυρα,
πότε θλιμμένα
πότε γνώριμα,
πότε απέραντα.
Αυτό το πράσινο καγκουρό!
Με πάει σε φωτογραφίες μέσα,
με τρυπώνει,
και διασχίζουμε μαζί έρημους και λίμνες άγονες.
Και η σημαία να ανεμίζει.
Και κοιμάμαι στην πλάτη του καμιά φορά κι αυτό ακόμα με πάει,
και με φέρνει,
και κοντοστέκεται,
και τρέχει πάλι,
γιατί καμαρώνει το χρώμα του που αστράφτει στον ήλιο.
Το πράσινο καγκουρό μου!
Με πάει σε βυθούς,
μου κλέβει τα κοράλλια μου
και κάθε τοσοδούλικο μαργαριτάρι,
και μετά,
να σου,
μου το περνάει στο λαιμό ξανά σα φυλαχτό,
κάθε κοράλλι και κάθε μαργαριτάρι
και καθε κυμα που τα γέννησε.
Άτακτο καγκουρό,
χτυπάω τα πόδια μου για χαλινάρια στα πλάγια του,
κι αυτό του κεφαλιού του...

don't die before I do

και όπως όλα ξεκίνησαν
χωρίζουν οι δρόμοι
(ίσως τελικά πέσαμε στα νερά του λιμανιού για να σωθούμε)
τα απογεύματα
μένεις στα βράχια
και αντικρίζεις όσα έμειναν
κι ελπίζεις.
μα η ζωή μου φαίνεται τόσο άδεια χωρίς εσένα
τα βράδια είναι κρύα και μοναχικά
μονάχα μετράω αντίστροφα
μέρα με τη μέρα
ως τότε


να προσέχεις.

Sunday 20 November 2011

This is the strangest life I've ever known...

αναρωτιέμαι αν με σκέφτεσαι
αναρωτιέμαι αν με νιώθεις
όταν πλαγιάζω πλάι σου τις νύχτες
και σε κοιτάω και ζω διανύοντας κύκλους
ποδήλατα,
βράδια καλοκαιριού.
να 'ξερες πόσο κρύες είναι οι κυριακές

Saturday 19 November 2011

ΚΑΝΕΝΑ ΣΤΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟ ΒΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕ ΑΚΟΜΑ.

η καρδιά είναι καράβι
ακυβέρνητο ώρες ώρες
άλλες πάλι πάει κι απαγκιάζει και μερεύει
και γίνεται ένα φύλλο πεσμένο που η θυσία του είναι για τις επερχόμενες χειμωνιάτικες λιακάδες η δυνατότητα.
η βροχή ψιθυρίζει
χωρίς απόηχο
χωρίς βιμπράτο
έτσι σκέτη
και λέει
ε! έχεις καθόλου ζωή;
ίσως μια στάλα
χτυπάει πλήκτρα
κι ακούει μουσική τώρα
αύριο πεζή θα πάρει πάλι παραμάσχαλα το τεφτέρι και θα γίνει πάλι κάτι άλλο
ποιος ξέρει τί;

ζωή

η δικιά μου ζωή 
ένα φιλί
που δεν θυμάμαι αν ονειρεύτηκα
ή αν όντως το σπατάλησα
στα ψεύτικα της χείλη

στη δικιά μου ζωή
όταν υπήρχαν όλα
δεν υπήρχε τίποτα

μόλις τα νιώσεις όλα
δεν νιώθεις τίποτα

η δικιά μου ζωή
ένα ακόμα φιλί
αυτό που έχασε τον δρόμο του
κι ας τον σχεδίαζε
για χρόνια ολόκληρα

η δικιά μου ζωή
ήρεμη
απαλή
τρομακτική
μυστήρια
και όμορφη
Ω, ναι!
και όμορφη

Your troubles will cease and fortune will smile upon you.

Xόρεψε μαζί μου μια νύχτα με φεγγάρι
να μετράμε τα χτυποκάρδια που χάνω εξαιτίας σου
(ακόμα και στις δύσκολες στιγμές)
στους χειμώνες που έρχονται
συννεφιασμένοι ουρανοί - άπνοια.
ερωτευμένοι διασχίζουν τους δρόμους 
ένας αδύναμος χαμογελάει μες το πλήθος και θυμάται


Here is the deepest secret nobody knows. Here is the root of the root and the bud of the bud and the sky of the sky of a tree called life; which grows higher than soul can hope or mind can hide. And this is the wonder that's keeping the stars apart... I carry your heart, I carry it in my heart.

Wednesday 16 November 2011

Happy Smiles Giving

I was lying alone in my bed feeling sick
so i created a clone to hug under the sheet.
''This air can't be breathed'', i cried like a child,
''but your lungs are fulfilled'', my dear clone replied.
I asked for a story, a bedtime cute tale
to fall in some dream and stop this sleep fail.
''There, once, was a boy..'', my clone's pale voice started,
''..who lived in a town where love seemed retarded.
People would smile at faces that smiled
and kill all the others to clean the mankind.
But the boy was born crying and the neighbors did heard
so they grabbed all their weapons to protect smiles from hurt.
Make me smile and laugh hard, said the boy to his mother,
i want to love and to be loved like all the others have each other.
And the mother start fighting for the sake of her son,
every day felt like war and every night she dreamed that won.
She tried clowns, silly jokes, and fairy tales for Santa Claus,
she tried hard with truth and lies but it was all a lost cause.
Then she paid a famous actor to teach the boy how smile should be
and he became the best of smiler, so he was acting to be free.
For long years this play hold when one day he came of age
and he noticed in the mirror ugly wrinkles from the rage.
But he knew he should be strong
cause not smiling was wrong.
So he hid into his room, took a needle and black thread
to sew his lips wide to his ears, so he could live without a threat.
In time he got so sick and tired that some nights he cried for cure,
he didn't know if he was happy, love or hated, rich or poor.
Till some day he met a girl, pretty and kind just like his mother,
he smiled true smile, fell for her eyes, and named her, his significant other.
They made sweet love in every glade, bathroom, bed and elevator
but he once tear-dropped by passion and she called him ''filthy traitor ''.
Not believing what just happened he ran faster than his thoughts,
drank every last tear to get drunk and tried to breath sniffing his snots.
Doomed to love her, he went back, to her heart his heart to offer
but she whispered to his ear ''forever smile or go to slaughter''.
He felt alone these few last seconds, but he was free just like a bird
and he was happy to escape from all the fake, in his way to guillotine
smiling faces fucking lie you pathetic needy bitch (...) and yes I'm fuckin' libertine.
And death embraced his body kindly, led him to another path,
where he found a few non - smilers, with whom he shared more than a laugh.
I thanked my clone for this story, i did not cry either
i just fell in that boy's dream, thinking he was a greater achiever.

Όπως τότε

Κάθε φορά οι απαντήσεις της
ωμές, ακαριαίες, γεμάτες με συγκαλυμμένο ενδιαφέρον

Όπως ακριβώς μου έκανε έρωτα

Monday 14 November 2011

Αναμνήσεις μιας άλλης ζωής

Μπορεί να βρεθήκαμε σε μια άλλη ζωή, όλοι μαζί,
εμείς οι ποιητές, οι αυτοκαταστροφικοί και ζαλισμένοι.
Μπορεί να περπατήσαμε στα ίδια δάση και να είδαμε τους ίδιους ήλιους,
να γευτήκαμε τις ίδιες ηδονές και να μεθύσαμε με τους ίδιους καρπούς.
Μπορεί να ζήσαμε παρέα σε μια άλλη εποχή, μια πιο ποιητική και πιο θλιμμένη,
μια εποχή γεμάτη χρώματα και αντανακλάσεις.
Μπορεί τα δάκρυα μας να λέρωσαν το ίδιο πάτωμα,
και μπορεί το μυαλό μας να ξεχάστηκε στους ίδιους τοίχους και τα ίδια σύννεφα.

Θυμάσαι που χαθήκαμε στους ήρωες του Καραγάτση, τρέξαμε στο νησί της Γλαύκης,
περπατήσαμε στα σοκάκια τα μπλέ και τα άσπρα;
Ή τοτε που χυθήκαμε σε γρασίδι σέπια, και ζωγραφίζαμε τις νότες των πουλιών;
Και τότε που διαβάζαμε με ένα τσιγάρο σε ενα τρεμάμενο χέρι;

Όταν τα τραγούδια είχαν φωνή,
και τα λόγια δύναμη,
και οι μπογιές χρώμα,
και το καθε βήμα έμπνευση.

Ίσως να ζήσαμε σε κάποια άλλη εποχή,
και πάντα θα θρηνούμε την απουσία της.

Εμεις οι ονειροπαρμένοι δεν ανήκουμε εδώ καμιά φορα, απλοι παρατηρητές γινόμαστε

Sunday 13 November 2011

Μου έδειχνες τον Σείριο μια βραδιά μα εγω δεν είχα μάτια γι' άλλα αστέρια..

Είναι που καμιά φορά οι τοίχοι γίνονται τόσο μικροί.
Είναι που έρχονται ώρες που δεν μπορώ να ξεχαστώ, συγχώρεσε με.
Είναι που η έμπνευση σε απομονώνει, σε αγριεύει σε κάτι ηλίολουστες μέρες σαν κι αυτή.
Και θέλεις να πιάσεις τον ήλιο, κι αυτός γλιστράει μέσα απ τις χαραμάδες των δαχτύλων σου, μέσα απ τις οπές της ζαλισμένης σου ίριδας.
Είναι που καμιά φορά θες απλα ενα άσπρο σημείο αναφοράς, να πετάξεις πάνω του όλη τη μαύρη μπογιά και να τρέξει σαν καταρράκτης, να γεμίσει το πάτωμα πιτσιλιές, να γλιστρίσεις, να πέσεις, να κοιμηθείς.
Και να ξυπνήσεις σ ενα μπλέ πράσινο κύμα επάνω, τα μάτια σου θολά ακόμα, ο ήλιος να αγγίζει την έκτη αίσθηση σου, κι εσύ να φτάνεις.
Να βλέπεις το φάρο, τους κόκκους του πιο πολύτιμου χρυσού, όλος ο νους σου μια ακτή, και να μπλεχτεί το δέρμα σου μ' αλμύρα και ροδάκινο.
Κοιμήσου, τα φρούτα είναι ακόμα άγουρα...

Η αγάπη αν είναι αυτό... θα' ρχομαι μαζί σου...

Ήρθε σαν μια ομορφη καλοκαιρινή μέρα. Κι ας είναι χειμώνας.
Ήρθε σαν μια ζεστή σοκολάτα και σαν μια παραμυθένια φωτογραφία.
Ήρθε, θες δε θες αλλά χαμογέλασε.

Πήδα ψηλά στον αέρα, γίνε χαζός και γελοίος.
Κλάψε, όχι, όχι, πλάνταξε. Και μετά σκουπίσου στο μανίκι σου. Κανεις δεν θα το μαθει αν το κάνεις σωστά.

Γέλα δυνατά και χαμογέλα στους περαστικούς που απορούν μαζί σου.
Μείνε μέσα με τον εαυτό σου και παίξτε κρυφτό. Και μην τον βρεις. Παίξτε σκοτεινό δωμάτιο καλύτερα.
Πιάσε το χέρι της και φίλα την, κι ας μην είναι η σωστή στιγμή. Μόλις έγινε.
Διάβασε, η φόρτωσε τα όλα στον κοκόρα. Αντέχει λίγο ακόμα.
Φύγε, μείνε, ταξίδεψε, δίψασε, μάθε, ζωγράφισε.

Και στο τέλος της μέρας μην μετρήσεις. Απλά πες "δεν πειράζει"

Ας κερδίσει ο καλύτερος.

Είναι η εποχή των δυνατών.
Η εποχή που οι ιππότες διοργανώνουν μάχες και που κάποιος θα πεθάνει, δε μπορεί.
Είναι η εποχή που η πριγκίπισσα ζητάει και απλά χτενίζει τα μακρια μαλλιά της.
Είναι η εποχή του πάθους, του έρωτα και της ίντριγκας.
Είναι το τώρα.
Που ένα τηλέφωνο δεν σε τρομάζει και απλά προχωράς τη ζωή σου αλλιώς θα γκρεμιστούν τα παλάτια σου.
Κάτσε στο θρόνο σου και γίνε ο βασίλιας.
Αποφάσισε εσύ για τις μάχες και στρίψε εσύ το δάχτυλο για τον χαμένο.
Κρέμασε τους όλους κι απλά κράτα μερικούς για να σε ταίζουν σταφύλια. Σου αξίζει.
Πάιξε με τους γελωτοποιούς σου και προκάλεσε τους αυλικούς να σε ευχαριστήσουν με κολακείες. Δεν θα τους πιστέψεις άλλωστε.
Σύρε τους μεταξωτούς μανδύες σου στους διαδρόμους και τις αυλές και άσε τους άλλους να τρέχουν να σε προλάβουν.
Βάλε πρώτους τους πιστούς σου να δοκιμάσουν τα φαγητά, κι αν πεθάνουν, αποκεφάλισε το μάγειρα και παρήγγειλε απ έξω.
Κρύψου πίσω απο το παραβάν της κρεβατοκάμαρας και παίξε κυνηγητό με την παλλακίδα, λίγο πριν την θυσιάσεις βέβαια.
Γέλα δυνατα και πάρε αποφάσεις για το μέλλον της χώρας σου.
Αυτή είναι
η εποχή.
Ας κερδίσει ο καλύτερος.

Friday 11 November 2011

Σημεία στίξης

Λιγα πράγματα δεν συγχωρούνται.
Λίγα πράγματα είναι ικανά να πιάσουν το μολύβι και να σχηματίσουν μια ολοστρόγγυλη τελεία.
Μολις βρήκα ένα απο αυτά.
Εύχομαι να μη βρείτε το δικό σας.

Στιγμές....

Τα σώματα οριζόντια, σαν δυο πολύχρωμες μπλεγμένες κορδέλες.
Σου κρατάει το πρόσωπο, της σφίγγεις το χέρι.
Και φοβάσαι.
Και χαμογελάτε.Και σε χαζεύει.
Και φοβάσαι, και η καρδιά σου θα σπάσει και την ακούει και σε κοιτάζει.
Και σου λέει πως θα έρθει να σε βρεί.
Και οι μυρωδιές σας μπερδεύονται.
Και φτιάχνετε τη δική σας ευάλωτη φούσκα τώρα.

Wednesday 9 November 2011

Remember...

Και νομίζεις,
(πάντα έτσι λανθασμένα προχωράς,
γι αυτό σε λένε άνθρωπο,
γι αυτό αποκαλείσαι ρομαντικός)
νομιζεις,
πως δεν θα ξανααγαπήσεις.
Και το πραγματικό,
αυτούσιο,
γυμνό,
μεγαλείο της ανθρώπινης ύλης και σκόνης και εποχής,
η καρδιά είναι πιο μεγάλη απ ότι νόμιζες.
Γδύνεται μπροστά σου,
σαν ενα παιδί που αγνοεί τη γύμνια του,
η καρδιά,
μια άγουρη ομορφιά,
σου δίνει όλα της τα φρούτα,
κάθε φορά πρώτη φορά,
κάθε φορά η πρώτη μέρα του καλοκαιριού,

σου δίνει πίσω το φώς σου,
για να ξαναδείς
κάθε χρώμα που αμέλησες
μέσα κι έξω της,
όταν την έντυνες στα χρώματα της γής.

Γιατί η καρδιά
δεν είναι γή, δεν είναι
χώμα, δεν είναι
βήματα αμμούδινα που πατάς και σβήνεις,
εσύ, ή κάποια τρικυμία που γνώρισες.

Η καρδιά δεν ειναι γή.

Είναι ουρανός,
Και σύννεφα.
Και αέρηδες.
Κι αν σου επέτρεψε να την εξισώσεις με τη γή,
για λίγο,
είναι για να τη στείλεις σπίτι της ξανά,

ενώ σε μαθαίνει να πετάς.


Merci pour cette belle

aventure -

il' est temps pour toi den vivre nue nouvelle

Je t' aime
P.

Ιστορίες αγάπης.....όλες ίδιες είναι...

-Πές μου μια ιστορία...

-Τι ιστορία θέλεις ν’ ακούσεις?

-Μια ιστορία αγάπης.

-Όλες οι ιστορίες αγάπης είναι οι ίδιες. Μέρος πρώτο, είσαι για εμένα το παν. Μέρος δεύτερο, γίνε για εμένα το παν. Μέρος τρίτο, πάλι εσύ είσαι?

Το μόνο επάγγελμα που μου ταιριάζει είναι το επάγγελμα του Θεού

Κάθε πρωί σκέφτομαι ότι αυτή είναι η πρώτη μέρα της επόμενης ζωής μου. Είναι άλλη μια μέρα που θα προσπαθήσω να μην κάνω τίποτα. Είναι το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω πολύ καλά. Αυτό μου δίνει την επιστημονική ιδιότητα του ερευνητή του χαμένου χρόνου. Εντάξει... δεν είναι λογικό, αλλά τουλάχιστον είναι αισιόδοξο...

Monday 7 November 2011

Τα καλύτερα και πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο δεν μπορείς να τα δεις ή να τα αγγίξεις...

Μ'αρεσει, η μυρωδιά που έχει η γη μετά από κάθε βροχή,
μ 'αρεσει να βοηθάω τα σαλιγκάρια να περάσουν το δρόμο,
να βλέπω το χορό των πουλιών το φθινόπωρο,
να παρατηρώ τα πρόσωπα των ανθρώπων στο λεωφορείο,
μ 'αρεσει να μετράω προβατάκια για να κοιμηθώ,
να δακρύζω όταν το νιώθω,
να γελάω κάθε μέρα,
να βάζω δυνατά μουσική και να χορεύω πέρα από το ρυθμό,
να είμαι ερωτευμένος,
μ 'αρεσει να πέφτω και να ξανασηκώνομαι λέγοντας δεν πειράζει,
να μην σταματώ να ονειρεύομαι,
να αγαπώ τους φίλους μου,
να ζω στον μαγικό μου κόσμο!!!


Ουτοπικές σκέψεις

Για φαντάσου.
Να πέσει πάνω μας αυτός ο μανδύας ο κεντημένος αστέρια
(τον ουρανό ζωγραφίζω)

και να μας σκεπάσει.

Και να μπλεχτούνε τα χέρια μας μες στα φωτάκια τα πύρινα.
Και να μπλεχτούνε τα πόδια μας στις πυγολαμπίδες του στερεώματος.
Και να μπλεχτούνε τα λόγια μας σε μια νύχτα φλεγόμενη
και σκοτεινή, βαθιά,
και απαστράπτουσα.

Sunday 6 November 2011

Εμπρός, πήδα...

Στην άκρη του σύμπαντος αν τύχει και έρθεις,
εκεί που το επόμενο βήμα δε θα χει βαρύτητα,
και ότι κι αν πούμε μετά θα χαθεί
σε μια ηχώ διαστημική,
εκεί αν τύχει και μ' ακολουθήσεις,
που οι χτύποι της καρδιάς μου θα μιλάνε για την πτώση πια
κ όχι για σένα,
εκεί,
νομίζω,
δε θα με νοιάζει που σου κρατώ το χέρι.

Όχι μετά το χείλος του γκρεμού τουλάχιστον.

Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα

Ξυπνάς, τεντώνεσαι, διώχνεις κάθε υποψία ύπνου από το σώμα σου και συνειδητοποιείς ότι είσαι φοιτητής. Είσαι φοιτητής επιτέλους ρε γαμώτο. Το λες δυνατά, σιγανά, νοερά μέχρι να το πιστέψεις και εσύ ο ίδιος. Τι σημαίνει αυτό ; Μα φυσικά νέος, ωραίος, ανεξάρτητος, ασυμβίβαστος με το αίμα σου να βράζει και να χορεύει στο δικό του ρυθμό.

Θες να βγεις, να δεις, να ψάξεις, να κατακτήσεις και στο τέλος να νικήσεις κάθε εφιάλτη των παιδικών/εφηβικών σου χρόνων. Δεν σε νοιάζουν τα μαύρα σύννεφα που απλώνονται ή απλώνουν οι άλλοι σκοπίμως πάνω από το μέλλον σου. Σε νοιάζει μόνο το δικό σου κρατίδιο όπου εσύ έχεις το σκήπτρο σου, την κορώνα σου και το θρόνο σου. Δεν θέλεις να βάλεις νερό στο κρασί σου. Το θες σκέτο όπως γουστάρεις. Δεν θες να προσποιείσαι ότι διασκεδάζεις φορώντας τα καλά σου και τα αστραφτερά χαμογελά σου ακολουθώντας μια αγέλη σειρήνων.

Είσαι καινούριος εκεί έξω , δεν έχεις πέσει πολλές φορές γι’αυτό και δεν ντρέπεσαι για τα θέλω σου. Θες να βγαίνεις στο δρόμο και να χορεύεις με μπλε σπουργίτια και ένα τσούρμο αγνώστους (που σε λίγο θα γίνουν γνωστοί). Θες να είσαι ερωτευμένος κάθε μέρα και κάθε λεπτό με τη ζωή σου. Θες να γελάς τόσο πολύ που τα μάτια σου να δακρύζουν, να σφίγγονται και να μην βλέπουν ό,τι δεν θέλουν να δουν. Θες να αγκαλιάζεις και να σε αγκαλιάζει το αύριο. Θες ιδανικά που να σε εμπνέουν. Θες να εμπιστευτείς τον έρωτα και την φιλία και να μην κρατήσεις τίποτα για σένα. Θες να πιστεύεις ότι μπορείς να αλλάξεις κάτι εκεί έξω και να μην ξεχαστείς από την ορμή με την οποία τρέχουν τα χρόνια. Σ’αυτό το σκηνικό δεν χωράνε οι γκρίζες μέρες και το γνωστό τρέμουλο της μελαγχολίας και της μοναξιάς που σε πλακώνει. Δεν έχεις χρόνο για τέτοια. Έχεις χρόνο μόνο για να ζείς, να δημιουργείς και να πετάς (κι ας σου λένε ότι δεν μπορείς).

Γιατί όπως λέει και ο ποιητής γλυκιά μου Ίλυα, «Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα».

Ευχαριστώ που με βοηθάς στα ταξίδια μου άθελα σου.

Να είσαι πάντα καλά.