Tuesday 2 April 2013

Μπαμπά


Δεν ξερω αν ηταν πραγματι τσαι του βουνου αυτό που μυριζε στην κουζινα σου, κι αν στ αληθεια όλα αυτά τα τσιγκινα κουτακια ειχαν αρωματικα βοτανα και μπαχαρικα. Παλευω με τη μνημη μου να θυμηθω τα ραφια, και φερνω στο μυαλο μου κατι κουκλακια που κανανε παρεα στο αλατι και το πιπερι, νομιζω μια μαιμου ηταν σιγουρα στην παρεα αυτή. Παντα ημουν περηφανος για την παιδικοτητα του μυαλου σου που μας εδειχνες τις φορες που δεν κλεινοσουν στον εαυτο σου, σιωπηλος. Δεν ξερω αν ηταν αυτές οι μυρωδιες που θυμαμε, πανε χρονια συγχωρεσε με που οι αναμνησεις είναι τοσο ρευστες και μπλεκονται με μυρωδιες που ποτε δεν θα μαθω από πού θυμαμαι, αλλα εμενα το τσαι του βουνου με εκανε να κλεισω τα ματια και να ταξιδεψω στη Ανδρο. 
Στη μαγικη Ανδρο, στο μαγικο σπιτι, στα μαγικα πευκα. 
Θυμαμαι το πλιο να φτανει στο λιμανι, και το ατελειωτο λεπτο μεχρι να φτασουμε στην καγκελενια πυλη, κι εσυ ετρεχες να μας ανοιξεις. 
Θυμαμαι  όταν ανακαλυψα για πρωτη φορα τα βιβλια σου, και ημουν στ αληθεια μικρος για όλα αυτά, αλλα με στοιχειωσαν τα Ανεμοδαρμενα Υψη, οσο αφελης κι αν ημουν, και διπλα σ αυτά οι κοκκινοι τομοι δερματοδετοι γεματοι ιστορια, και καπου εκει εσυ, με τα πεδιλα του σκι να χαμογελας διπλα σε καποιον πολύ σημαντικο, συγνωμη δε θυμαμαι πια. 
Θυμαμαι την κουνια που ειχες φτιαξει, και εφτανα μεχρι τον ουρανο και μετα τα ποδια μου μπλεκοντουσαν με τα σχοινα εκει στα δεξια 
Θυμαμαι ότι ποτε δεν ηρθες για μπανιο. Κι ας το αγαπουσες καποτε, ή ισως κι αυτό δεν το ξερω καλα. Συγνωμη που δεν το ξερω, αληθεια. Αλλα ποτε δεν ηρθες. Και ησουν παντα τοσο ασπρος. Φοραγες αυτή τη μπεζ βερμουδα και κάθε απογευμα ποτιζες με τις ωρες τα λουλουδια σου, και μου λεγες ανοιξε το νερο κλεισε το νερο, και χανοσουν στα χωματα φορώντας τα παλια σπορτεξ μου. Θυμαμαι τα μεσημερια, που τα τζιτζικια ηταν στα καλυτερα τους, και εσυ εκλεινες την πορτα να κοιμηθεις, κι εγω αναρωτιομουν τι θα γινει αν χασεις τον υπνο σου μια μερα αλλα παντα εκανα ησυχια και εκανα βολτες μες στα πευκα ψαχνωντας γατες και μιλωντας σε φανταστικους φιλους και παρατηρώντας τα μυρμηγκια να μπαινουν στις φωλιες τους και περιμενοντας να ξυπνησει το σπιτι για να κανω βολτα με το ποδηλατο, να σκισω τα γονατα μου γι άλλη μια φορα. Και όταν το απογευμα ερχοταν, θυμαμαι, επινες παντα καφε ελληνικο, συγνωμη που δε θυμαμαι ποσες κουταλιες ζαχαρη. Ισως πολλες γιατι σου αρεσε το πολύ αλατι και ισως και η πολλη ζαχαρη. Πολύ αλατι, και παντοτε με κοιταζες συνομοτικα όταν κ οι δυο κρυφα καναμε ασπρο το φαγητο μας. Και τα απογευματα στο τραπεζι με τα βοτσαλα και τα κοχυλια, όταν πια ο ηλιος κρυβοτανε λιγο, εβγαινε το ταβλι και παιζατε με τις ωρες, και μαλλον σχεδον παντα κερδιζες. Και σταυρόλεξα, μην ξεχασω τα σταυρολεξα. Εσυ με εμαθες, θυμασαι; Και παντα σε θαυμαζα που εβρισκες ολες τις λεξεις, και ακομα μετανιωνω που αρνιομουνα να μαθω τους αριθμους. Θυμαμαι τις ωρες που δε μιλαγες όμως και γινοσουνα μεγαλος, πολύ μεγαλος, και φοβομουνα ότι ποτε δε θα ξαναγελασεις. Ισως σκεφτοσουνα τα μεταλλια σου, ισως τα χρονια που εχασες. Ποτε δε ρωτησα. Ημουν μικρος και οι μικροι δεν κανουν τετοιες ερωτησεις. Και τωρα που μεγαλωσα που εισαι; Και ισως μετα από μια ωρα επεστρεφες από τα μερη εκεινα, και παλι εμφανιζοσουν στο μπλε παραθυρο, και μου κανες τα δαχτυλα κυκλους και τα βαζες στα ματια σου και μου κανες την κουκουβαγια Θυμαμαι τα Ξυλινα Σπαθια που εμαθα ένα καλοκαιρι και η κασετα δεν εβγαινε μεχρι να βαλεις Χαρυ Κλυν, και θυμαμαι το πρωτο τραγουδι των Beatles, το Help ήτανε, και επαιζε στο ραδιοφωνο ενώ εγω κοιταζα το ξυλινο ταβανι κι εσυ εκανες κουβεντες που κανουν οι μεγαλοι. Θυμαμαι το πηγαδι που ποτε δεν ανοιξε τελικα, το σφραγισες μια για παντα νομιζω ριχνοντας μεσα πολλα πραγματα. Θυμαμαι τη μερα που ενιωσες ότι τα χρονια περασαν, και θελησες να μιλησεις για οσα εζησες. Θυμαμαι που σχεδιαζα να σκοτωσω τον γειτονα γιατι σε στεναχωρησε. Πως μπορεσε;  Θυμαμαι πως τα χρονια περασαν και τα καλοκαιρια εγιναν μικροτερα κι από κει που κάθε πρωτη του Ιουνη ειχα τρεις μηνες για να μαγευομαι στα πευκα σου, όλα αρχισαν να συρρικνώνονται. Θυμάμαι την απογοητευση σου, όταν εμαθες για το άλλο εξοχικο, γιατι  οι κοποι σου πηγαν χαμενοι, γιατι η Ανδρος θα βουλιαζε στις σταχτες τις πια. Θυμαμαι τις ενοχες μου, γιατι δε σταματησα να σε φανταζομαι μονο σου να ποτιζεις τα λουλουδια. Και μετα ηρθαν κι άλλες ενοχες, όπως γινεται παντα όταν χασεις πια καποιον. Θυμαμαι πολλα, κι αν κλεισω τα ματια νιωθω μυριζω αγγιζω γευομαι πραγματα που ποτε πια δε θα γινουν εικονες . Και με το βαρος των αναμνησεων, πεταω για να φτασω τον φυλακα αγγελο μου, σε νιωθω, να το ξερεις. Και το καλοκαιρι θα γυρισω στη Ανδρο σου, στη Ανδρο μας, και θα ξεριζωσω τα σχοινα και θα ξαπλωσω  στο ντιβανι κατω από το μπλε παραθυρο να καιγομαι από τον ηλιο που με αυθαδεια σκιζει τα πευκα και θα πω «Γυρισα»  και θα αφησω τα τζιτζικια να μου μιλησουν για σενα. Σου το χρωσταω, μπαμπα.