Tuesday 22 June 2010

Ανακάλυψη...

Τον τελευταίο καιρό ζω έντονες στιγμές και συναισθήματα. Οι προβληματισμοί μου για το τι θα γίνει μετά... είναι συνεχής. Έχω ανάγκη να βγω, να περπατήσω, να πιω ενα καφέ και να σκεφτώ. Βγαίνοντας έξω ο ήλιος με χτύπησε καταπρόσωπο. Ήταν σαν να επέστρεφα στη ζωή. Την πραγματική ζωή. Όπου η ευτυχία είναι η συσσώρευση πολλών ασήμαντων μικρών τίποτε. Μια ηλιαχτίδα, ένα χαμόγελο, ρούχα που στεγνώνουν στο παράθυρο, ένας πιτσιρικάς που ντριπλάρει ένα κονσερβοκούτι, ένα ελαφρύ αεράκι στο φουστάνι μιας γυναίκας...

Monday 7 June 2010

Θάνατος

Ξέρω πως θα είναι ο θάνατος.
Και θα 'χω αφήσει τόσα πίσω
ιδέες, αποφάσεις
και αυτή η συγκατοίκηση με το Μπαχ
που ήταν ασφυκτική.
Κι ένας ακόμα άγνωστος
θα μείνει με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι
τα χέρια σου, τα μάτια σου,
την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες
δίπλα απ' τη θάλασσα.
Γι αυτό σου λέω, ξέρω πως θα 'ναι ο θάνατος
μια απλή βραδιά, όπως οι άλλες.

Περικλής Κοροβέσης

Θα' ρθει ο θάνατος

Θα' ρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου.
Τα μάτια του έρωτα.
Θα είναι τότε σαν το τέλος μιας διαστροφής
σαν να βλέπεις να προβάλλεται ξανά
το πρόσωπο ενός νεκρού στον καθρέφτη,
σαν να άκουγες χείλη κλειστά.
Άφωνοι θα κατέβουμε στο βάραθρο.

Sunday 6 June 2010

Αγαπητέ Θεέ

Όταν ξύπνησα έστρεψα προς το παράθυρο για να δω το χιόνι. Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη Γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμα κοιμόνταν, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις ακόμα το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν, αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ' όλους εμάς: είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν ξεκουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Τι υγεία! Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ, ότι μου 'λεγες το μυστικό σου: Κοίτα κάθε μέρα τον κόσμο σαν να 'ταν η πρώτη φορά. Ε λοιπόν, την ακολούθησα τη συμβουλή σου: Σαν να 'ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα απ' τα ρουθούνια μου, να εισπνέω. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος. Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, που το κάνεις αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδία του μυστηρίου για ν' αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ.

Γιατί η συνήθεια να ζείς δεν είναι και λόγος ύπαρξης


Ξημέρωσε ο Θεός, βαρύ πολύ ήταν το κεφάλι μου, θαρρείς και ζύγιζε όσο ένα βουνό. Ν' αρχήσω με καφέ ή με ντούς; Το πιο αναγκαίο ήταν ο καφές. Και να κάνω ένα τσιγάρο. Με την πρώτη τζούρα όμως που τράβηξα, αναστατώθηκαν τ' άντερά μου. Νόμισα πως θα ξερνούσα. Βλαστήμησα αλλά ξανατράβηξα μια τζούρα για λόγους αρχής. Το δεύτερο κύμα αναγούλας ήταν ακόμα πιο έντονο και ξανάθεσε σε λειτουργία φοβερούς βρόντους μέσα στο κρανίο μου. Διπλώθηκα στα δυο πάνω από τον νεροχύτη της κουζίνας, αλλά δεν είχα τίποτα να ξεράσω. Μήτε καν τα πλεμόνια μου. Τουλάχιστον όχι ακόμα! Πού οι καιροί που με την πρώτη ρουφηξιά του πρώτου μου τσιγάρου ένιωθα να εισπνέω όλη μου την πείνα για ζωή! Μακριά ήταν, πολύ μακριά. Φυλακισμένοι μέσα στο στήθος μου οι σατανάδες δεν είχαν τίποτε καλό να δοκιμάσουν. Γιατί η συνήθεια να ζείς δεν είναι και λόγος ύπαρξης. Άνοιξα την παγωμένη βρύση κι έβαλα από κάτω την κούτρα μου. Έβγαλα κάμποσες φωνές, τεντώθηκα λιγάκι. Ξαναβρήκα την ανάσα μου. Πατίκωσα στο τασάκι τη μισοτελειωμένη γόπα μου κι άναψα άλλο τσιγάρο βάζοντας ξανά καφέ στο φλιτζάνι. Κατάπια μια γουλιά, τράβηξα μια μεγάλη ρουφηξιά καπνού και βγήκα στην ταράτσα. Ο καυτός ήλιος με χτύπησε κατακέφαλα. Μου' ρθε σκοτοδίνη. Ίδρωσε απότομα όλο μου το κορμί. Ζαλιζόμουνα. Νόμισα πως θα σωριαζόμουν λιπόθυμος καταγής. Όμως όχι, το ξεπέρασα. Το δάπεδο της ταράτσας ξαναβρήκε την ισορροπία του. Άνοιξα τα μάατια μου. Κι είδα εκεί, μπροστά μου, το μόνο πραγματικό δώρο που μου έκανε κάθε μέρα η ζωή. Τον ουρανό, τη θάλασσα. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Και μ' αυτό το φως, το μοναδικό, που δημιουργούσαν. Συχνά σκέφτομαι πως όταν αγκαλιάζεις το κορμί μιας γυναίκας είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να θέλεις να κρατήσεις πάνω σου αυτή την απίστευτη χαρά που ξεχύνεται από τον ουρανό στη θάλασσα. Κατέβηκα ράθυμα τα σκαλοπάτια προς το εσωτερικό του σπιτιού μου. Στον τοίχο απένταντί μου, με θωρούσε η φωτογραφία μου. Αναζήτησα μια μπίρα. Ωραίοι δεν είμαστε παρά μόνο μέσα από τα μάτια του άλλου. Εκείνου που μας αγαπάει. Έρχεται μια μέρα όπου δεν μπορείς πια να πεις στον άλλο πως είναι όμορφος γιατί ο έρωτας έχει πάει περίπατο και ο άλλος δεν είναι πια αντικείμενο πόθου. Και το καλύτερό σου πουκάμισο να φορέσεις, και τα μαλλία σου να κόψεις, και τα μουστάκια σου ν' αφήσεις, ό,τι κι αν κάνεις, τίποτε δεν θ' αλλάξει. Θα' χεις μόνο κάποιο δικαίωμα σ' ένα απλό "α, ωραία σου πάει" κι όχι πια στο "είσαι ωραίος" που τόσο έλπιζες ν΄ ακούσεις, σαν υπόσχεση ηδονικών στιγμών και τσαλακωμένων σεντονιών. Μα, πως τα καταφέρνει μια γυναίκα να μπαίνει τόσο απλά στην καρδιά ενός άντρα, έτσι μόνο με ματιές και χαμόγελα; Ήταν άραγε δυνατό ωα χαϊδέψεις την καρδία χωρίς καν ν' αγγίξεις την επιδερμίδα; Αυτό πρέπει να είναι η σαγήνη. Το να γλιστράς μέσα στην καρδία του άλλου, να την κάνεις να πάλλεται, κι έτσι να την κατακτάς...