Saturday 31 December 2011

Ευχές


1. Βροχή για να πλύνει , ότι μας κάνει να ντρεπόμαστε , να καθαρίσει η βρωμιά του μέσα

2. Ένα πιάτο φαΐ ώστε να έχουμε αφορμές να πιούμε το κρασάκι μας.

3. Καθαρά πρόσωπα και ιδέες.

4. Αρτηρίες γεμάτες παθιασμένα αίματα.

5. Παραμύθια για παιδιά… αρκεί να είσαι και παιδί.

6. Καπνό από τσιγάρα φίλων… αρκεί να τους νιώθεις

7. Αρώματα αντί για ναφθαλίνη

8. Μη ζητήσεις το πολύ , ζήτα το αληθινό.

9. Βρίσε ότι δεν αξίζει και μη νιώθεις ενοχή

10. Περιπλάνηση σε ότι δεν έκανες , δε τόλμησες

11. Φως και όχι σκιές

12.
Δυνατά σπέρματα και όχι χολές

13. Στιγμές και όχι χρόνος

14. Υγρά φιλιά και όχι χειραψίες και τυπικότητες

15. Χρώματα

16. Κι αν δε ταξιδέψεις μην ανησυχείς… «ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει».

17. Μη μασάς τα δεδομένα σου (τους) … μάσα trident χωρίς ζάχαρη.

18. Απάτσι κι όχι μπάτσοι. Μιλώ για τα αισθήματά σου… (Κατάλαβε)

19. Τρέξε τη ζωή σου. Κοίτα όμως να μη σε τρέξουν…

20. Αγόρασε ευθύνη για τα χρόνια που πέρασαν αλλά μη πουλάς σοφία


Μπορείς?

Θέλω να μ'αγαπάς μόνο εκείνα τα βράδια που δεν έχω κανέναν
όχι για να γίνεις κάποια
αλλά για να γίνεις ο κανένας .

Friday 30 December 2011

Ο επιθανάτιος ρόγχος του 11 και μια ελπιδοφόρα ανάσταση...

Είναι οι τελευταίες μέρες του 2011.

Δυνατή χρονιά.


Για μένα ήταν μια χρονιά κατεδάφιση και ανοικοδόμηση. Αναστάτωση και συμμάζεμα. Απώλειες και κέρδη. Αλλαγές. Ερωτηματικά, θολά, αναβοσβήνουν πότε πότε σαν χαλασμένη πινακίδα και με αιχμαλωτίζουν -με τη θέληση μου.


Χρονιά καθοριστική. Πρώτη σελίδα σε καινούριο κεφάλαιο. Αναδιοργάνωση στο κάστινγκ, νομίζω προσωρινή. Μπορεί και όχι.


Φέτος παρατήρησα επίσης, ότι από τη στιγμή που αρχίζεις να νομίζεις οτι γνωρίζεις, μέρα με τη μέρα η φαντασία σου αλλοιώνεται. Δημιουργείς ένα τοίχο ανάμεσα στον εαυτό σου και σ' αυτό που υπάρχει. Όσο περισσότερο "γνωρίζεις", τόσο λιγότερο αναρωτιέσαι, τόσο πιο δύσκολα ξαφνιάζεσαι, σπάνια ενθουσιάζεσαι. Το θαυμαστικό κάνει φτερά και πετάει μακριά απ' τη ζωή σου. Πόσο κρίμα. Το σιχαίνομαι αυτό.


Η στεγνή γνώση δεν μου προσέφερε τίποτα μέχρι τώρα, παρά μόνο μου στέρησε το δικαίωμα να είμαι ανοιχτός. Έπρεπε όμως να αποκτήσω ένα μέρος της, για να μπορέσω τώρα να ανοίξω τα χέρια και να την αφήσω να πέσει. Αργά και σταδιακά. Ένα κβαντικό άλμα από το μυαλό στην καρδιά, από τη γνώση στη διαίσθηση. Αυτό επιθυμώ.


Το 2012 λέω πως θα είναι γεμάτο εμπειρίες, αφθονία, αγάπη και δημιουργία,

συνδημιουργία ...

Η δίδυμη φλόγα καίει σιγανά αλλά σταθερά.


Κι εγώ είμαι ... αμετανόητος χαρακτήρας ... θέλω με πάθος, ακούω την καρδιά μου, βρίσκομαι στο τώρα, περιμένω κάτι να αλλάξει και φυλάω τα όνειρα μου μέσα σε κρυστάλλινο βάζο. Μόλις πραγματοποιείται ένα ένα, σαν πυγολαμπίδα,  πετάει και φεύγει μακριά.

Μεταμεσονύκτιες σκέψεις

Και τί κατάλαβες ;
Μείναμε όλη νύχτα μ’ ένα πακέτο τσιγάρα φτηνά που δεν καπνίστηκαν ποτέ.
Ένα φλεγόμενο πακέτο τσιγάρα σβηστά. Με μία ανώμαλη θέα προς τη λάθος πλευρά
και δάχτυλα πάθους σε τζάμια θολά που ξεμείναν απ’ ανάσες. 
Με χάρτες απάτες σε κορμιά γυμνά.
Και τί κατάλαβα ;
Ξεχασμένα καπέλα σε εξώστες θεάτρων κλειστών κι ομπρέλες βρεγμένες μ’ ένοχα μυστικά,
μπλεγμένα νωπά μαλλιά, μίτοι-κουβάρια μ’ ατέλειωτα ψέμματα.
Τί κατάλαβες ;
Που ζωγράφισες μητέρες γαλάζιες, φιγούρες, μύστες και βήματα στο σώμα μου,
σχήματα ντροπής ηδονικά.
Και τί κατάλαβα που ξέσπασα στα κλάματα της φίμωσης της ενοχικής του αναπόφευκτου ;
Που κατάφερα και το ‘κρυψα στα λυχνάρια της αμαρτίας, στα έγκατα, για να το δω να ξεχειλίζει ψέμματα.
Κάλπικα κέρματα, καμπύλα οινοπνεύματα κι αναμμένα αίματα.
Και τί κατάλαβα ;
Που μ’ άλλαξε νόημα η γειτονιά, που τα γνώριμα σκίρτησαν άπληστα χρώματα.
Πάγωσαν και κάηκαν ανόητα. Χωρίς λόγια τάχθηκαν και μ’ έταξαν σ’ ερώτικα μηνύματα.
Καπέλα ξεχασμένα σε σκηνές παράταιρες κι ομπρέλες βρεγμένες με φερομόνες ανάσες.
Τζαζ φλογερές μουσικές αγκαλιασμένες, να λικνιζονται σε σκοτεινά αέναα περάσματα.
Και τί κατάλαβες ;
Που η μετάνοια ανήκει σ’ άλλη εποχή από το μέλλον ;
Το παρελθόν τ’ αντέχω.
Το μέλλον σκιάζομαι.
Στο λέω το ξανάγραφα με χρώματα άγραφα,
αόρατα έντονα, σε σελίδες ξεθωριασμένα χρυσές.
Τί κατάλαβα ;
Που μπλέχτηκα στα μαθηματικά ;
Μην τρομάζεις.
Μην φοβάσαι.
Μόνο μίλα μου γι’ αυτά που έζησες, γι’ αυτά που θες να ζήσεις χωρίς εμένα-με μένα.
Για ένα νησί κοινό, κι ένα σπίτι χλωμά φωτεινό.
Μόνο μίλα για την ύψιστη ερωτική στιγμή του ποιητή, που γνώρισες, 
για ‘κείνο το γυναικείο σώμα με το ξωτικό πρόσωπο-το άγνωστο, κι εκείνη την πόρτα με τις βεντάλιες που κουδουνίζει υστερικά.
Μα σώπαινε.
Και θα μιλήσω εγώ.
Κι εγώ θα πώ με σώματα και στόματα ενωμένα, ιστορίες γι’ αμαζόνες,
για φαντάσματα προδωμένα κι αρώματα.
Για γυναικεία σώματα που θα ζηλέψει κι η Μαρία Σαλώμη θα πω.
Και για κρεβάτια που φλέγονται σε αγιασμένες γέφυρες.
Για φορεμένα λάφυρα, ερωτικά θα πώ, και για πουκάμισα λευκά, αντρικά,
διάπλατα βρεγμένα κι ανοιχτά-σε θηλυκά κορμιά.
Θα πώ όσα ξέρω.
Και θα μιλήσω για πολλά, μα προπαντώς θα πώ 
για τα πακέτα με τα τσιγάρα που στα συρτάρια μου ξεχνάς, κι εγώ τ’ ανέχομαι.
Μα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ, στ’ άρωμα που απ’ το χαρμάνι βγάζουν,
στον καπνό π’ ατμίζουν πρόστυχα.
Όχι, δεν τα καπνίζω.
Να τα κοιτάζω, μόνο, μ’ αρέσει, και να τα μυρίζω.
Μα όχι απόψε. Απόψε θα δώ στα όνειρά μου ποιά θα πάρω.
Γλώσσες φωτιάς θα τυλίξουνε το σώμα που θα πάρω, ηδονικά.
Στης συνουσίας το σχήμα, σ’ ένα δωματιο από καθρέφτες 
μ’ ένα φτηνό κοκκινάδι στα χείλια, που πάγωσε.
Να τί κατάλαβα.

Εσύ θα πηδάς μεσ’ από σχήματα καπνού-κυκλικά, τσιγάρων αναμμένων…
Ο καλύτερος τρόπος ξέρω, είναι να δωθείς σ΄ ένα φαύλο πειρασμό.
Σ’ έναν αστείο βαλεντίνο, σ’ έναν φίλο μυστικό, σ’ έναν χόρτο που προδίδει
όταν γίνεται λευκό ή υγρό.
Γιατί εσύ κι αυτή υπήρξατε
Ζωντανοί – νεκροί τις νύχτες της γέννησης-τις μέρες της ανάστασης.
Θα μου φέρεις το βάρος απ’ το στέρνο σου, θα μου δώσεις το δάκρυ των φιλιών σου
και 'γω θα τα σηκώνω μέχρι το τέλος του χρόνου.
Θα μείνεις εδώ μαζί μου, και δεν θα θες πια να γίνεις μεγάλη και τρανή,
θα πάρεις το κορμί μου στα χέρια σου, θα πάρεις την αγάπη μου και θα την  κάνεις θησαυρό
ή θα την πνίξεις στον άνεμο.
Θα καταλάβεις κι εσύ.
Ησύχασε.
Δεν θα βγάλω μιλιά

Αλήθειες...

Η αλήθεια είναι, καλή μου,
πως η ζωή έχει τελειώσει τώρα πια.

Και πως να στο πω.


Η αλήθεια είναι πως η ζωή είναι τόσο φτηνή,

και τα συναισθήματα που με κατατρώνε,
για να μη βάλω πλυθηντικό,
είναι κι αυτά τόσο φτηνά,
να τα εξαγοράσω καν δε μπορώ.

Κάθε στίγμη είναι φτηνή,

κάθε λεπτό ένα άρλεκιν κιτρινισμένο,
μια κωμωδία κουραστική, 
ένα τραγούδι που δεν θα ακούσεις το άλλο καλοκαίρι.

Κι οι άνθρωποι κούκλες.

Φτήνες, πλαστικές.
Μα καλά, μόνο εγώ τις βλέπω;

Κι αν εσύ, μπορείς να την κάνεις λίγο τη ζωή μου πιο ακριβή,

γιατί εγώ σ' εσένα πιστεύω, λιγάκι, και πολύ,
καμιά φορά που η μερα ξημερώνει και νυχτώνει με την ίδια αγάπη,
πιο ακριβό ενα λεπτό έστω, μια δικιά μου αιωνιότητα,
και μετά άσε με στη φτήνια μου,
τότε σου δίνω το ελεύθερο να με εκμεταλλευτείς.

Thursday 29 December 2011

Βραδινές σκέψεις

Είναι μερικές νύχτες, αρχίζω να πιστεύω ότι είναι πάντα νύχτες, που κοιτάμε κατάματα τον εαυτό μας. Τον παρατηρούμε προσεχτικά και ανακαλύπτουμε πράγματα που μας τρομάζουν. Εισχωρούμε βαθειά στην ψυχή μας και αναρωτιόμαστε τι στο διάολο συμβαίνει εκεί μέσα. Και μετά σκεφτόμαστε για ώρες. Μου έρχονται ερωτήματα που ποτέ δεν τολμώ να ρωτήσω και που ποτέ δεν τολμώ να απαντήσω! Ίσως επειδή δεν μπορώ, ίσως επειδή μου είναι αδύνατον, ίσως επειδή ξέρω ότι ποτέ δεν θα καταφέρω να τα απαντήσω! Και καθώς σκέφτομαι όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα ακούω το πρώτο λεωφορείο της ημέρας να κάνει στάση. Μαζί του είναι σαν να ξυπνάει, σιγά σιγά και ολόκληρη η πόλη. Σβήνω το τσιγάρο, το οποίο είναι τόσο γλυκό τέτοιες ώρες. Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ και μαζί με εμένα τα ερωτήματα μου, η στεναχώρια μου και η βραδιά μου. Γράφω γρήγορα μερικές ασυνάρτητες παρατηρήσεις που δεν βγάζουν νόημα και ουσία και ετοιμάζομαι να κοιμηθώ. Ανακαλύπτω πράγματα για τους ανθρώπους, για το πως σκέφτονται. Πιστεύω ότι είμαι πιο σοφός, αλλά ξέρω ότι κάνω λάθος και ότι απλά είναι ένας παραλογισμός. Γιατί ο άνθρωπος είναι ποικιλόμορφος και αυτό δεν το ανακάλυψα εγώ, αλλά ο συγγραφέας από το τελευταίο βιβλίο που ακόμα δεν έχω διαβάσει. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ οι σκέψεις όμως δεν με αφήνουν. Είναι σκέψεις μπερδεμένες και αλλόκοτες. Ίσως να μην σκέφτομαι και τίποτα, κυριαρχεί ένα χάος, όλα είναι μπερδεμένα, αλλά εγώ, ετοιμάζομαι να κοιμηθώ. Ο ήλιος αρχίζει να ανατέλλει. Αλλά εγώ ετοιμάζομαι να κοιμηθώ!

Γάτα

Θύμησέ μου να τεντώνεσαι και να ακονίζεις τα νύχια σου σε ψάθινο χαλάκι, σαν τη γάτα. Θα 'ρθούν καλοκαίρια ζεστά και τεμπέλικα φθινόπωρα και κάπου, κάπως θα πρέπει να σκοτώνεις την ώρα σου... και 7 ζωές είναι πολλές για να σκοτώσεις, μονάχα ξετυλίγοντας κουβάρια.

Όσο για τους γουργουρητούς χειμώνες και τις άνοιξες με τις ορμές...εκεί ψάξε να βρείς γάτα, πάλι να τεντώνεσαι απάνω και να ακονίζεις τα νύχια σου. Είναι μαζόχες οι γάτες ξέρεις: από τη μια σε διεκδικούν με ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα, σαν κλάμα μωρού μοιάζουν, κι από την άλλη δεν σταματούν να γυρίζουν στους δρόμους γουργουρίζωντας, ψάχνοντας... Μη με ρωτήσεις τι, αυτό ακόμα δεν το βρήκα, φοβάμια να το βρώ...


Wednesday 28 December 2011

Αντικαταπληκτικά

Γυρνάς σπίτι. Πετάς στον καναπέ τσάντα, μπουφάν, κλειδιά. Ανοίγεις υπολογιστή. Βάζεις ένα τοστ να γίνεται. Κάθεσαι στην καρέκλα. Start -> Mozilla Firefox -> Bookmarks -> Gmail/ Facebook/ You Tube/ Twitter/ Blogger/ Tumblr. Aρχίζεις, notifications από 'δω, comments από 'κει. Περνάει μία ώρα. Νωρίς είναι ακόμα. Ξεκουράζεσαι από την τόσο κουραστική μέρα. Περνάνε 2. Άλλα 5 λεπτά. Πάει η ώρα 1:00. Πάει η ώρα 2:00. Το τοστ έχει καεί. Πάει η ώρα 3:00. Και δεν έχεις κάνει τίποτε άλλο. Έχεις φάει ένα ολόκληρο βράδυ στο ίντερνετ. Κάνοντας απολύτως τίποτα. Αυτό το βράδυ ήταν Δευτέρα. Και το επόμενο Τρίτη. Και το επόμενο Τετάρτη. Και συνεχίζεις να τρως τα βράδια σου μπροστά από μια οθόνη. Που υποθέτω έχει γίνει η καλύτερή σου φίλη, γιατί άλλο λόγο δεν βρίσκω να της κάνεις τόση παρέα.

Η ζωή περνάει και δεν μας ρωτάει. Και είναι τόσο μικρή που το θεωρώ αν μη τι άλλο θράσσος να την σπαταλάμε έτσι άδοξα. Και η ζωή είναι εκεί έξω. Δεν είναι ούτε μέσα στο σπίτι, ούτε στο ίντερνετ. Όταν έχεις πολλούς λογαριασμούς, μπαίνεις σ' ένα περίεργο τριπάκι. Νιώθεις ότι είσαι κάτι, επειδή έχεις πολλά like στο facebook, πολλούς followers στο blog, πολλά hits στο κανάλι σου, στο youtube. Δεν είσαι τίποτα ρε φίλε! Είσαι ένας τελειωμένος που δεν έχει ζωή. Και είμαι και εγώ μαζί σου.
Πού πήγαν οι μεταμεσονύκτιες βόλτες στους δρόμους της Αθήνας;
Πού πήγαν τα πάρτυ, τα ποτά, τα φλερτ;
Πού πήγαν οι εκδρομές; Οι τρέλες; Τα γέλια;
Πού πήγε η ζωή σου;

"Ύστερα στο σπίτι, διαδίκτυο, ενημέρωση εκπομπές για τον πλανήτη αντικαταθλιπτικά.
Βγαίνει στο μπαλκόνι, πηδάει και σκοτώνεται, μετά διαφημίσεις και μετά τα αθλητικά.
Όμως τι ωραία ήταν όνειρο,
θα βγει με την παρέα και με εκείνον τον κακόμοιρο θα πέσει στο κρεβάτι,
τι μαρτύριο η αγάπη, ξυπνητήρι στις εφτά.
Μες τη λεωφόρο παρατάει το αυτοκίνητο, καλεί ασθενοφόρο και πετάει τα κλειδιά,
μέσα από την τσάντα βγάζει το περίστροφο, πριν απ' τα τριάντα είδε ήδη αρκετά.
Καταπληκτικά. Τι καταπληκτικά! Καταπληκτικά. Αντικαταπληκτικά..."

Tuesday 27 December 2011

άσπλαχνα ψάρια....

Τελευταία ξεχνάω, μάλλον επίτηδες για να τους εκνευρίζω, ποιοι είναι φίλοι μου, εχθροί μου, γνωστοί μου ή έστω οι γνωστοί- άγνωστοι μου.
Προσπάθησα να τους κατηγοριοποιήσω και σχηματικά. Η εικόνα πάντα μου έμενε πιο εύκολα.
Αλλά ο κύκλος των συναναστροφών μου πρέπει να είναι τετράγωνος
Και αυτό δεν μας το έμαθαν ακόμα
Τελικά κατέληξα ότι ο καθένας έχει το ταλέντο του και μ'αρέσει να τα βλέπω όλα.
Καποιοι μάλιστα έχουν και πολλά μαζεμένα για πολλαπλές χρήσεις.

Εγώ ξέρω να καθαρίζω ψάρια.
Χωρίς μαχαίρι.
Μόνο με το δάχτυλο.
Τους βγάζω τα έντερα με μία κίνηση, μόνο.
Εύκολα , γρήγορα και σχεδόν αναίμακτα.
Βυθίζεις το δάχτυλο στη κοιλιά και πιέζεις.

-Ναι πάντα σου σέρβιρα άσπλαχνα ψάρια
Αυτά τα έτρωγες για πρωινό εσύ.

Εσύ πάλι ήξερες πολλά
να μιλάς
να κοιτάζεις
να πείθεις
να κουνιέσαι
να διαβάζεις
να σταματάς το χρόνο
και να τον αλλάζεις

Τα παιχνίδια σου τα φτάνεις μέχρι το τέλος
Και άμα δεν το πηδήξουν
Τελειώνουν για σένα

Όταν όμως σε ξεκοιλιάσω σαν ψάρι
Έξω από τα νερά σου
Μέσα στα δικά μου υγρά
Θα είσαι άδειος.

Monday 26 December 2011

Μήπως κι εσύ δεν ψάξεις

Θέλω σε μια αυτόματη γραφή
οι σκέψεις να γίνουν ζωγραφιές με μελάνι
κι έπειτα να ψάξεις να με βρεις.
Κάτω απ' τα κρύα χέρια μου
με τυραννάει αγωνία
πότε θ' αγγίξεις όσα νιώθω
κι αν θα τα κρατήσεις τρυφερά.
Με μια ματιά
να εμφανιστώ γυμνός
κι ύστερα να ψάξεις να με βρεις.
Κι όμως ξέρω
πως όλα θα γίνουν με το δικό σου τρόπο
και πως θα ψάξω να σε βρω
μην και δεν ψάξεις εσύ.

Κι ενώ ταυτόχρονα
οι σκέψεις φέρνουν ενοχές
δε θα ντραπώ να το εννοήσω.
Να μ' αγαπάς.

πού το είδες γραμμένο?

πού το είδες γραμμένο ότι στην κρίση αλλάζουν τα μυαλά ;
πού το είδες γραμμένο ότι με το χρόνο  μαθαίνουμε να μας βγαίνουν φυσικά τα απαραίτητα ;
πού το είδες γραμμένο ότι η συνηθισμένη μελαγχολία συνηθίζεται ;
πού το είδες γραμμένο ότι όσοι δεν μιλάνε καίγονται ;
πού το είδες γραμμένο ότι όλοι γνωρίζουν το αυταπόδεικτο ;
πού το είδες γραμμένο ότι αλλάζει η θερμοκρασία βρασμού σε μια άδεια κατσαρόλα ;

ξέρεις κάτι δεν χρειάζεται να το δεις  πουθενά γραμμένο

τώρα
ό,τι θέλεις γραμμένο
βγαίνεις και το γράφεις εσύ
με το στυλό για τα ψώνια του σούπερ μάρκετ
στις γωνιές των παραπεταμένων καθημερινοτήτων μας
χωράει να γράψεις τα πάντα, στο περιθώριο

άμα είσαι τυχερός

θα σε διαβάσουν κιόλας
οι υποψιασμένοι και οι τελείως ανυποψίαστοι
-θα σε καταλάβουν όσοι θέλουν
και εσύ θα χαίρεσαι ότι δεν σε κατάλαβε κανείς

μόνο πρόσεξε να μην τους γράψεις όλους
κάποιοι θέλουν να μείνουν κρυφοί


άμα μάθεις να τους βρίσκεις μόνος σου

γράψε μου

Friday 23 December 2011

αιώνες τώρα σε δυό στιγμές εξαφανίζεσαι

δεν έχω να πληρώσω το βλέμμα σου
πόσο μάλλον το άγγιγμά σου
ξέρω πόσο ακριβής είσαι
πληρώνεσαι σε οργασμούς

όχι ότι δεν έχω από δαύτους
πώς θα μπορούσα άλλωστε
τραντάζονται τα στήθια μου
από τους κραδασμούς της ασφάλτου.

εμείς γεννηθήκαμε για τους δρόμους
μην κοιτάς που αιώνες περάσαμε μέσα σε τούτο το δωμάτιο
η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή

Ανακάλυψη

Κι ήθελα τόσο να κρατήσω ζωντανή τη στιγμή εκείνη.
Τη στιγμή που στο night bus
σαν δυο παιδιά που το σκασαν απο το σπίτι
για να γιορτάσουν τον έρωτα τους,
ο κόσμος έξω έτρεχε κι εσυ μου κράταγες το χέρι
και τα μάτια σου γίνανε ο κόσμος μου,
αχ, μη μου την πάρεις!
Σαν δυο παιδιά δίχως αποσκευές,
ούτε μια σάκα, ούτε ξυλομπογιές,
σαν δυο παιδιά 
σ ενα πολύβουο λεοφορείο,
κι αν οι άλλοι μας βλέπουν δεν τους κοιτάω,
κι αν οι άλλοι μας ακούνε δεν τους μιλάω,
συγνώμη κύριε, καμιά φορά απλά δεν κρατιέμαι,
συγνώμη κύριε,
ξέρω, σας κάνω να κοκκινίζετε,
μα τούτη την ώρα ξανά ανακαλύπτω τον έρωτα, συγνώμη.
Σαν δυο παιδιά που έκαναν κοπάνα απο το χρόνο,
μ' ενα παράθυρο στον κόσμο συντροφιά.
Ήθελα τόσο να κρατήσω τη στιγμή,
βουλιάζοντας στην αγκαλιά σου μέσα, 
όλος ο κόσμος να μου φαίνεται πως μου χαμογελά.

Wednesday 21 December 2011

Ω υπερωκεάνειον

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.


Αντρέας Εμπειρίκος

Wednesday 14 December 2011

Ύφος

Το ύφος είναι η απάντηση στα πάντα
ένας καινούριος τρόπος για να επιχειρείς κάτι βλακώδες
ή κάτι επικίνδυνο.
Να κάνεις κάτι βλακώδες με ύφος
είναι προτιμότερο , παρά να κάνεις
κάτι επικίνδυνο δίχως ύφος.

Ύφος είναι η διαφορά :
ένας τρόπος να κάνεις,
ένας τρόπος να είσαι.

6 ερωδιοί να στέκονται ήσυχα σε μια λακκούβα

ή εσύ, να βγαίνεις από το μπάνιο γυμνή
δίχως να ξέρεις πως σε
βλέπω.

Τσαρλς Μπουκόβσκι.

Ένα ποίημα είναι μια πόλη  

Monday 12 December 2011

Μια φορά κι ένα όνειρο

‘Μην ρωτάς τους πληγωμένους για τη μοναξιά. Εμένα θα ακούς. Σπάει και ξαναφτιάχνει. Μην τη λυπάσαι. Κανείς δεν την θέλει. Κανείς δεν την αντέχει’. Έτσι δεν μου λεγες;

Και πάντα μόνη σου θές να μένεις στο τέλος. Σε βλέπω. Σε ξέρω. Αγκαλιά με δυο προτάσεις . Παρέα με τους πλαστικούς καθρεφτες για ασφάλεια. Σπάει εύκολα η αλήθεια. Αν ήξερες μόνο ποιά είσαι και γιατί...

Ένα κοριτσάκι είναι η μοναξιά. 

Πέντε. Φοράει κόκκινη κουκούλα και σε κυνηγάει όσο τρέχεις. 

Δέκα. Μαζί σου θα είναι όταν δεν τη θες. Ένας μύθος είναι όσο δεν τη νιώθεις.

Δεκαπέντε. Τα δόντια σου φαίνονται τις ώρες που κρύβεται απ την οργή σου.

Είκοσι. Φυλάει τις δυστυχίες που της δίνεις να κρατάει σαν να ήταν δικιές της. Δική σου πάντα.

‘Χαίρω πολύ, εγώ είμαι’

‘Κράτα τις αισθήσεις σου μακρία τους. Κι εγώ τους φοβάμαι, το μυστικό σου είναι δικό μου.’

Φταίνε τα ψίχουλα που τη έριχνες για να μην χάνει το δρόμο. Μονοπάτια για το θανατό της κοντά σου. Σε κοιτούσα τότε. Το μεσημέρι που την ξέθαβες για να την λιώσει καλά ο ήλιος.

Σπάει και σε διώχνει. Μην την ενοχλείς γιατί εκδικείται.

Είναι ο κόσμος σου η μοναξιά. Γυρίζει συνέχεια. Γυρίζει παντού.

Να τη διώχνεις γιατί όταν είναι κοντά σου ξεχνιέται και δεν μαζεύει τα σπασμένα.

Είναι γυναίκα η μοναξιά. Μαζί τρελαίνετε τους δαίμονες σου, σας έχω δει τα βράδια. Ο σαρκασμός σας μου χάιδευε τα βλέφαρα τις ώρες που γελούσατε. Γελούσατε μαζί μέχρι να ξημερώσει. Μέχρι να φύγει και να σε κάνει πάλι ανθρωπάκο.

‘Τα γιατί σου να τα πάρεις πίσω, δεν τα θέλω’

Είναι μάγισσα η μοναξιά. Μου το είπε η όρασή σου ένα μεθυσμένο βράδυ. Και αν σου μιλήσει χαρίζεις τις αναπνοές σου μία μία. Σας έχω δει. Πάντα γελούσατε. Γελούσα κι εγώ μαζί σας.

Σπάει και σε εξεφτελίζει.

‘ ...Ενενήντα, ενενηνταπέντε, εκατό, φτου και βγαίνω’

Στο μυαλό σου είναι η μοναξιά. Μια φορά με βούτηξες κι εμένα εκει στο χάος της μισανθρωπιάς σου. Επιπλέω, δες με. Η μοναξιά σου μ’ αγαπάει. Εσύ είσαι αυτή που μισεί και αφανίζει. Την πονάς πολύ μου είπε μία μέρα. Να την προσέχεις περισσότερο.

Σπάει και σε πληγώνει. Να της λες ιστορίες για να κοιμηθεί, αλλιώς βρικολακιάζει.

Μην της μιλάς, πάντα ψέματα λέει. Χρόνια τώρα σε παραμυθιάζει με τα καλλωπισμένα ευχαριστώ της κι εσύ την ακούς και τη θαυμάζεις. Την τάισες τη μοναξιά σου καλύτερα απ τις τύψεις σου. Μόνο που ξέχασες τα λάθη σου μες το νερό. Λάθη που μουλιάσανε. Πολλά μικρά λάθη που φτιάξανε την καληνύχτα.

Σε βλέπω, σε ξέρω.

Μια καληνύχτα είναι η μοναξιά σου. Τα βράδια σκεπάζεσαι με τους φόβους της και τρέχεις στις γωνίες να σου πει τις προσευχές της. Πόσες απο αυτές ξέρεις απέξω;

‘Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μπαρ ζούσε ένας άνθρωπος...’

‘Να μην βάζετε ζάχαρη στο ποτό σας κύριε.’

Κρατάει τις καταστροφές σου απ το χέρι και τις πετάει στη θάλασσα για να δει πως τσιρίζουν. Την έχω δει να παίρνει το σχήμα της σωτηρίας τους.

Κράτησε τα βοτσαλάκια που έβαλε στις χούφτες σου για τη μέρα που έλεγες. Τα κομμάτια που σπάσανε κολλάνε με λόγια, θυμάσαι;

Θα ψιθυρίζω στη συνείδησή σου αυτά που ξέχασε.
Σου μιλάνε. Σε μισούνε. Σου μιλάει. Σε μισεί.

‘Και μετά ήταν δύο άνθρωποι΄

‘Σειρά σου τώρα’.

Κρύο

οταν εσυ θα φτιαχνεις τις βαλιτσες σου, θα τις φτιαχνω κ εγω,
το ξερεις.
οταν εσυ θα διπλωνεις τακτικα τα κοντομανικα σου,
εγω θα πεταω ατακτα τα πουλοβερ μου.
κι οταν εσυ θα φορας κοντες καλτσες εγω θα τις σηκωνω λιγο ακομα πιο πανω.

θα αφησω για λιγο τα γυαλια ηλιου μου, δεν πανε με το σκουφο.

θα δεις φοινικες, πρασινες θαλασσες, χελωνες και σερφερς.
θα δω γυμνα δεντρα, χιονι, και ελκυθρα.

θα αναζητας δροσερα ποτα κι εγω θα σφιγγω τα χερια γυρω απο το καυτο κρασι.

θα ιδρωνεις και θα τρεμω.

θα ειμαι εκει που δεν θα ηθελα να ειμαι,
σαν τιμωρια στο κρυο που μισω,
κι εσυ θα εχεις παρει τη θεση μου
σε ενα αιωνιο καλοκαιρι πλαι.

κι οταν στο τελος της μερας κουρασμενος πεσω σε μια αγκαλια,
κλεισω τα ματια και για λιγο ταξιδεψω στη χαβαη,
παλι θα πω
το κρυο του χειμωνα τελικα μες στην καρδια κουρνιαζει.
Κρατα τα κοντομανικα, κι εδω καλοκαιρι εχω.

Sunday 4 December 2011

περιπετειώντας

Ζήσε τη ζωή σου σαν να τη διηγείσαι σε κάποιον και τότε έχεις μία περιπέτεια
 
πίνω καφέ κάτω από μια κουβέρτα
κατεβαίνω τα σκαλιά και πηδάω τα δύο τελευταία
με πήρε ο ύπνος ενώ σου μίλαγα στο τηλέφωνο
κάνω σεξ στο πάτωμα και με βλέπω από τη γωνία
έφαγα παγωτό το δεκέμβρη γιατί δεν φοβόμουν μήπως λιώσει
κοιτάζω την ξεκρέμαστη κουρτίνα , δεν την κρεμάω , αστην να με ξεπερναει
κάθε φορά σε χαιρετάω λίγο περισσότερο μέχρι να γεμίσω την εικόνα
ονειρεύτηκα ταξίδια με εμένα καπετάνιο ενός πειρατικού καραβιού τι να σημαίνει ;
προσέχω να μην πατάω τα διαχωριστικά στα πλακάκια γιατί αν το κάνω θα πεθάνεις -για μένα ....

Μια περιπέτεια όπως τη ζείς...γεμάτη από όσους μικρούς πρίγκηπες και αμελί νομίζεις ότι συναντάς γεμάτη κορυφώσεις και βρεγμένα τανγκό σε δρόμους που ερήμωσες , γεμάτη μικρές τραγωδίες και μυρμήγκια που σηκώνουν 10 φορές το βάρος τους κι ας σου φαίνονται όλα ίδια , όπως όλοι μας.

That's why i really love Christmas....








Thursday 1 December 2011

Φανταστικές λύπες

έρχονται τα βράδια που σ'ακούω να τραγουδάς κάτω απ'το μαξιλάρι (ή έτσι μου φαίνεται)
πιάνω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει στίχους
σφίγγομαι στο σώμα σου ως το χάραμα
και αντιπαλεύω τη λήθη, μέχρι ν'αδειάσει το στρώμα
ναρκωτικό αλμύρα
σκέφτομαι, ίσως να 'μαστε ακόμα μαζί
σ'αλείφω με αναμνήσεις, σε τυλίγω με νότες πιάνου
ντρέπομαι να σε κοιτάξω, μα μαθαίνω να περπατάω στα σκοτάδια
και στους λόφους που ονειρεύτηκες
είναι αυτό που νιώθεις που με κρατάει δέσμιο
είναι η ψυχή σου που ξεφεύγει στο συγκεκριμένο απροσδιόριστο
οι στιγμές σιωπής στα σοκάκια του απραγματοποίητου
ο θάνατος που αναβάλω, τα χείλη που ματώνουν
το ρολόι που γυρίζει προς τα πίσω, η μελωδία
και θέλω να ξέρεις
 η βροχή για πάντα θα θυμίζει__