Saturday 25 December 2010

Νοσταλγια των εορτών...

Αχ ρε παιδιά,

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα με πιάνει ένα πράγμα σαν παράπονο, να γιατί μεγάλωσα έτσι γρήγορα. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο μ΄αρέσει που μεγάλωσα, μ' αρέσει που διδάχτικα απ'τα λάθη μου και πλήρωσα τα πάθη μου. Ζω την εποχή μου. Αλλά είναι 2-3 μέρες τον χρόνο που θέλω να κάνω παιδικές σκανταλιές. Ν' ανοίξω άλλων γράμματα που δεν είναι δικά μου, να ξήσω με το νύχι μου την μπογιά από την φρεσκοβαμμένη βάρκα και ν' ανακαλύψω το πραγματικό της όνομα. Όχι, δεν είναι ότι θέλω να ξαναγίνω παιδί, θέλω μόνο να κρυφοκοιτάξω απ' την κλειδαρότρυπα, να κοιτάξω τους μύθους και τις λαχτάρες τις παιδικής μου ηλικίας, να τους λύσω, να μπορέσω να τους λύσω. Χωρίς νοσταλγία, αλλά μόνο μ' αυτή την απέραντη ευτυχία που νοιώθεις όταν κάνεις τέτοιες βουτιές στο παρελθόν, στο παρελθόν που αγάπησες, στο παρελθόν που σε πληγώνει, στο παρελθόν που τέτοιες μέρες, έτσι που είσαι κουρασμένος απ΄ τα τρεχάματα, απ' τα πήγαινε-έλα, έρχεται και τρυπώνει πιο εύκολα μέσα σου. Κι εσύ, που είσαι μπουχτισμένος από το παρόν, παραδίνεσαι άνευ όρων, για λίγες ώρες, έστω μόνο και για λίγες στιγμές.

Monday 4 October 2010

Το χαμόγελο του πάγωσε καθώς έμαθε τα δυσάρεστα νέα... Ο άνθρωπος που τόσο καιρό τον έκανε να υποφέρει δε ζούσε πια... Ένα δάκρυ φάνηκε στα μάτια του...

"Καλά δε χαίρεσαι; Κλαις;"

"Ένας άνθρωπος μόλις πέθανε κι εγώ θα χαρώ;"

"Μα σου έκανε το βίο αβίωτο... Σε δυσφήμησε σε όσους μπορούσε και όπου βρισκόταν... Τώρα είσαι ελεύθερος..."

"Πάντα ήμουνα ελεύθερος... Αυτός ήταν εγκλωβισμένος στο μίσος του..."

"Έστω κι έτσι τώρα έφυγε ένας βραχνάς..."

"Δεν ήταν βραχνάς, ήταν συνάνθρωπος μας βασανισμένος..."

"Που βασάνιζε εσένα..."

"Που μου έδινε την ευκαιρία να τον αγαπήσω ακόμη και με δύσκολες προϋποθέσεις..."

"Δε σε καταλαβαίνω..."

"Αυτή είναι η πρώτη προυπόθεση για να προσπαθήσεις να καταλάβεις κάποιο..."

"Και η δεύτερη να σε βασανίσει..."

"Να αφεθείς στην αγάπη χωρίς προϋποθέσεις... Καλό σου βράδυ..."

Sunday 3 October 2010

ροζ ουρανός

Ο πιο όμορφος ουρανός έχει ροζ πιτσιλιές και θαλασσιές υποψίες.
Βγαίνει τα απογεύματα, όταν κοιτάς τον ορίζοντα και κάνεις όνειρα.
Εγώ τον έχω δει στο χωριό μου μόνο. Ίσως γιατί εκεί θέλω να κάνω τα όνειρά μου.
Δεν έχω δοκιμάσει και αλλού άλλωστε. Αυτός ο ουρανός,αν τον κοιτάζεις μέσα από τις φυλλωσιές ενός δέντρου θυμίζει χάρτη. Της ζωής σου. Αλλού σκουραίνει και σου θυμίζει όλα τα μαύρα σκοτάδια που έζησες, αλλού το χρώμα του αλαφραίνει και μοιάζει με την καθημερινότητά σου. Κοινή και ρηχή.
Μα αυτός ο ουρανός έχει και ροζ, και πιο όμορφο ροζ από αυτό του ουρανού σου δεν έχεις ξαναδεί και κρύβονται σε αυτό όλα όσα αγάπησες ή θα αγαπήσεις ποτέ. Δεν έχει όμως μόνο μια απόχρωση. Έχει πολλές. Δεν ξέρεις ποια να πρωτοδιαλέξεις από ομορφιά. Δοκίμασε στον πιο εμπνευσμένο ζωγράφο ή τεχνίτη του χρώματος να παραγγείλεις κάποια από αυτές. Δε θα καταφέρει καμιά. Κι ακόμα κι αν το χρώμα μοιάζει, θα χάνει σε σχέση με του ουρανού σου. Ίσως φταίει το υλικό που είναι φτιαγμένο. Ίσως να το κάνει πολύτιμο. Σκέψου μονάχα πόσο προσεχτικά υφαίνεις εσύ τα όνειρά σου και τον ορίζοντα που θέλεις να σε υποδέχεται. Με τι ακριβά υλικά καταπιάνεσαι και πόσο επιδέξια γίνονται τα χέρια σου.
Αν έχεις μάτια καθαρά και καρδιά ανοιχτή μπορείς και να το διαβάσεις αυτό το χάρτη. Να δεις πού η αγάπη κατοικεί, πού το σκοτάδι βγαίνει, πού οι στιγμές φωτίζονται και ποιες ψυχές γνωρίζονται.
Μη φοβηθείς να τον κοιτάξεις. Ούτε και να ονειρευτείς μέσα σ’αυτόν. Όσο δύσκολο κι αν είναι να παίρνεις την ευθύνη αυτή, πιο ελεύθερο άνοιγμα των φτερών σου δε θα ξαναζήσεις από ό,τι μέσα στο δικό σου ουρανό. Θα μπορείς μετά μονάχος σου να πετάς προς το ροζ και να αποφεύγεις τα σκοτεινά σημεία και τις αδιάφορες καταστάσεις.
Μπορεί να μη μπορείς να φτιάξεις ένα κόσμο καλύτερο για να ζεις, αλλά μπορείς να φτιάξεις έναν αλλιώτικο ουρανό για να ονειρευτείς... κι αν το θέλεις να συγκινηθείς. Κι αυτό είναι τύχη. Αν όχι ευτυχία.

Μονολογώντας

οι άνθρωποι στην Αθήνα μονολογούν. περπατώντας σκυφτοί στους μεγάλους δρόμους κυνηγούν τη σκιά που απλώνεται μπροστά τους, δεν κοιτούν ποτέ γύρω, ποτέ τους άλλους, τους δίπλα, βαδίζουν μόνο ευθεία, μόνο μπροστά. στριμωγμένοι στην κίνηση των λεωφόρων, περνώντας βιαστικά τις διαβάσεις με ένα τσιγάρο αναμμένο στο χέρι, περιμένοντας στις στάσεις τα μέσα που πάντα αργούν, σπρώχνουν και σπρώχνονται για να χωρέσουν σε μια μικρή γωνιά στο λεωφορείο, παλεύουν να καταλάβουν την ελάχιστη επιφάνεια που τους αναλογεί, κρατούν σφιχτά την τσάντα τους με μια στάση αμυντική, σα να φοβάται ο ένας τον άλλο, σα να μην αντέχει κανείς μια τόσο έντονη συνύπαρξη, τόσο στενή, τόσο απειλητική. η δυσφορία τους μετουσιώνεται σε ψίθυρο, σαν μια αέναη κραυγή που φοβάται να βγει από τα σωθικά τους και αρκείται απλά στο να ειπωθεί σιγανά, κι ας μην ακουστεί, κι ας μη βρει συμπαραστάτη. ανάμεσα σε βήματα που μπερδεύονται, σε ζωές και ανάσες βιαστικές που σμίγουν άθελά τους, σε μια συνύπαρξη αναγκαστική, που κανείς τους δε τη θέλει, δε την επιθυμεί, δε τη ζητά, εκεί πλανώνται λέξεις μοναχικές, φράσεις ακατανόητες, μπερδεμένες. σα να ψάχνουν κάποιον να μιλήσουν αλλά δε βρίσκουν, δεν προλαβαίνουν, δε θέλουν να βρουν, έτσι κι αυτοί, οι διαβάτες, μονολογούν, απευθύνονται στον Άλλο, τον δεύτερο εαυτό τους, τον πιστό τους σύντροφο. σ’ αυτόν λένε τον πόνο τους, το παράπονό τους, τον θυμό τους για τη μίζερη ρουτίνα τους, για τη ζωή που δε ζουν, που δεν μπορούν να ζήσουν, για τον χρόνο που κυλά, σα να παλεύουν να εξημερώσουν, να ξορκίσουν τη μοναξιά τους διαλαλώντας την, πάντα όμως σιγανά, μετρημένα, διακριτικά, φοβούμενοι μην ακουστούν, μη διακριθούν από το πλήθος, μη ξεχωρίσουν. οι άνθρωποι στην αθήνα βιάζονται, τρέχουν να προλάβουν, ποιος ξέρει τι, ίσως τη ζωή τους, να φτάσουν κάπου, ποιος ξέρει πού, ίσως στον αόρατο προορισμό τους. περπατούν βαριά αλλά πάντα βιαστικά, να προφτάσουν, να προφτάσουν, γρήγορα, με πρόσωπα ανέκφραστα, κουρασμένα, με μάτια κενά, χαμηλωμένα, αδιάφορα. προσπαθούν να απομονωθούν από το πλήθος, φορούν ακουστικά, να μην ακούν τις εξατμίσεις, τα κορναρίσματα, τη βουή, σα να φοβούνται να αφουγκραστούν τους ίδιους τους ψιθύρους τους, τις ίδιες τις κραυγές τους, τις κραυγές των άλλων, φορούν γυαλιά σκούρα να μη βλέπουν την ασχήμια, τη μοναξιά, τον πόνο, τον δικό τους πόνο. περπατούν βιαστικά, βιαστικά μα πάντα μόνοι, είναι τόσο κοντά μα τόσο ξένοι, ποτέ δε χαιρετούν κανέναν, δε γνωρίζουν κανέναν. Οι άνθρωποι στην αθήνα σπάνια κρατούν ένα άλλο χέρι σφιχτά στη χούφτα τους, έναν ώμο στην αγκαλιά τους, βιάζονται, τρέχουν. ίσως γι’ αυτό μονολογούν.

Friday 1 October 2010

Η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα.

Σωστά πολύ σωστά, το 'πε κι ο Ρίτσος, το λέω και 'γω, θα το 'χουν πεί κι άλλοι. Γιατί τί σημασία έχει που αλλάζεις γνώμη και χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο που ορθώνουν μπροστά σου οι ενοχές σου ; Καμία.
Οι συνέπειες των πράξεων σου είναι εκεί, θορυβώδεις και αμείλικτες σαν το φεγγαρόφωτο. Όπως οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ένα φθινοπωρινό πρωί, σαν ξέχασες να κλείσεις το παντζούρι χθες βράδυ αποκαμωμένη, εισβάλλουν και βιάζουν το πονεμένο κεφάλι σου. Και ύστερα έρχεσαι στην πραγματικότητα και την συγχέεις με τα μπερδεμένα όνειρα που έκανες το βράδυ που κι αυτά στο μεδούλι τους μεταμέλεια σημαίνουν.
Μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι αρχίζει κι άλλη μία μέρα, άλλη μία ναι, και θα 'ρθουν πολλές ακόμη μέχρι να ρθει η ΜΙΑ. Η λυτρωτική μέρα. Αυτή που θα πείσει το είναι σου πώς όχι, δεν έφταιγες για όλα εσύ. Και σαν καλή Άτροπος θα μοιράσεις τις ευθύνες σε όποιον αναλογούν. Και σε σένα. Φυσικά σε σένα. Πρώτα σε σένα. Σε σένα θα δώσεις τις πιο πολλές. Μα δεν πειράζει γιατί, και μόνο το ότι τις μοιράζεσαι σου είναι αρκετό.
Αρκετό για να μην σ' ενοχλεί πιά το αναιδές πρώτο φως, και για να μην γίνονται ξυλοπάπουτσα και τα όνειρά σου και να μην ξυπνάς με πονοκέφαλο.

o πληθυντικός αριθμός.

Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Ταξίδι στο νησί των πειρατών

Δίπλα στη θάλασσα. Το καράβι μας. Σιωπή. Φίλοι ανοίγουν πανιά για το ταξίδι. Κουρσάροι του χειμώνα! Πειρατές του χειμώνα! Το αληθινό, χωρίς τους «εισβολείς» του καλοκαιριού. Νύχτα, δε βλέπεις τη θάλασσα αλλά την ακούς... Ταξίδι φίλων, έτσι χωρίς λόγο... Διάθεση ικανοποιητική! Νιώθεις την υγρασία. Περνάς απέναντι... στην παρέα.
Έτοιμο το φορτίο. Εκλεκτά ποτά από κρασί μέχρι ουίσκι. Εκλεκτά «συνοδευτικά» του ποτού. Και ένας ναργιλές με γεύση καπνού μήλου. Σαλπάρουμε! Στο νησί των πειρατών...
Το ταξίδι ξεκινά. Έξι άτομα όλα κι όλα.
Ο Γιώργος είναι ο οικοδεσπότης, Ο οργανωτής της βραδιάς . Πες τον και καπετάνιο για να είσαι στο πνεύμα του κειμένου... Μερόνυχτα της λησμονιάς και του ποτού. Και τα πρωινά ξυπνήματα. Θέλει να ουρλιάξει αλλά δεν μπορεί... Δεν είναι η εξαίρεση είναι ο κανόνας... Πόσοι τόλμησαν να βγάλουν την κραυγή τους όταν το ένιωθαν ως ανάγκη;
Ο Χρήστος είναι λίγο απότομος. Πειραχτήρι. Ξεπερνά με τα αστεία του τα όρια.... αλλά είπαμε να αγαπάμε τον άλλον με τα ελαττώματά του! Ο Χρηστός όμως αγαπά τις γυναίκες... (Χα! Χα!) Ικανός για δημοσιές σχέσεις αλλά με συγκαλυμμένη ντροπαλότητα. Θα τον έλεγες και αυταρχικό αλλά θα τον αδικούσες και... θα τον πλήγωνες. Γιατί ο Χρήστος έχει και τις ευαισθησίες του.
Η Μαριλίτα , η σύντροφος του Χρήστου. Τα άφησε όλα και ήρθε να μείνει με το Χρήστο. Στο μέρος του Χρήστου. Αυτό και μόνο την κάνει ενδιαφέρον άτομο... Τόση θυσία για τον Χρήστο; Ανοιχτό κοινωνικό άτομο με τις σωστές ισορροπίες. Τουλάχιστον έτσι δείχνει... Αντέχει ακόμη να ζει την ερημιά του χειμώνα! Άνθρωπος της αντοχής!
Ο Νίκος! Επαναστάτης με αιτία και χωρίς αιτία... Αδικεί τον εαυτό του. Μοιράζει σφαίρες με τα λόγια του. Δεν το κάνει από κακία. Απλά λέει την αλήθειά του. Ο θόρυβος της σιωπής είναι το όριο του Νίκου... Ίσως να μην τον καταλαβαίνω αλλά το σίγουρο είναι ότι τον νιώθω. Αγαπάει τη νύχτα και τη θάλασσα. Απίθανος συνδυασμός.
Η Αναστασία του ταξιδιού και του εγκλωβισμού... Ταξιδεύει στα όνειρα μα και εγκλωβίζεται στις ιστορίες του χθες... Μιλά με πάθος για ότι την πόνεσε. Στην ερημιά του Αιγαίου όχι από επιλογή από ανάγκη. Τίμημα της αγάπης; Πες το και έτσι... Προσευχόμαστε για το χαμόγελό της... Γιατί το χαμόγελο της σημαίνει και καλές θάλασσες.
Και ο Πέτρος ( ο γράφων ) αλλά τι να σου πω γι αυτόν… Απλά διάβασε τον και ότι καταλάβεις…
Καράβι και ψυχή έχουν σαλπάρει! Φιλοσοφίες και οράματα. Να προλάβουμε πριν έρθει η ανατολή. Ρεσάλτο στο «εχθρικό καράβι» με το όνομα «ανεκπλήρωτοι έρωτες». Μάχη δύσκολη. Πλήρη αποτυχία. Το καράβι μας ηττήθηκε. Πειρατεία της αποτυχίας. Απώλειες τεράστιες. Καρδιές ματωμένες μα.... Μοναδικά λάφυρα η σοφία.... η σοφία για να κάνουμε και πάλι τα ίδια λάθη.
Με ναργιλέ και ποτά το ταξίδι συνεχίζεται... Καραβάκια στον ορίζοντα. Πολλά μικρά καραβάκια με την ονομασία «χαρές». Ορμάμε να τις λεηλατήσουμε. Με δύναμη και πάθος. Να ικανοποιήσουμε το ανικανοποίητο. Μα οι «χαρές» βουλιάζουν τόσο εύκολα... Και πάλι επιστρέφεις στα ίδια με πικρή γεύση στο στόμα. Τουλάχιστον απολαύσαμε τη στιγμή! Τη στιγμή της «χαράς».
Και να που μας πλάκωσε καταιγίδα. Η καταιγίδα των ονείρων. Των προσωπικών ονείρων... Θα έλεγα ότι γίνεται «της πουτάνας» αλλά καλύτερα να αποφύγω τέτοια λόγια. Όχι από σεμνοτυφία αλλά δεν υπάρχουν λόγια περιγραφής. Επίθεση χρωμάτων... Τα όνειρα του Γιώργου , του Νίκου , του Χρήστου , της Αναστασίας , της Μαριλίτα , του Πέτρου... Όλα μαζί έχουν ορμήσει. Να μας πνίξουν θέλουν. Τα όνειρα ζητάνε εκδίκηση. Μας χλευάζουν γιατί αποτύχαμε να τα πραγματοποιήσουμε... Τόσο σκληρά είναι λοιπόν τα όνειρα;
Πάει το καράβι μας. Βουλιάζει. Βουλιάζει από τα όνειρά μας... Η σιωπή του βυθού πλησιάζει… Ναυαγοί!
Η πτώση! Στο πέλαγος... Ζητιάνοι μιας άγνωστης σωτηρίας.
Άλμπατρος. Ο καθένας έχει το δικό του σωτήρα , από ένα άλμπατρος! Η σωτηρία μας. Τα περήφανα αυτά πουλιά , ταξιδευτές του κόσμου. Πτήση με τα άλμπατρος. Κάτι σαν Νιλς Χολγκερσεν δηλαδή (να θυμηθώ και τα κινούμενα σχέδια της ηλικίας μας...)
Πριν λίγο στα βαθιά ναυαγοί... Τώρα ταξιδευτές! Μην απορείς γιατί όλα γίνονται.
Ο Γιώργος χαμογελά για αυτή την απρόσμενη σωτηρία μας. «Τώρα πια τίποτα δε με σοκάρει...» φωνάζει και γελά στον αέρα. Και συνεχίζει: «Δεν έχουμε ανάγκη από άλλους σωτήρες. Μόνο άλμπατρος...» Αν και τα φύλλα της καρδιάς του έχουν άλλη γνώμη. Στο τέλος θα βγει το αποτέλεσμα...
Η Μαριλίτα κερνάει τσιγάρο στο σωτήρα της. Προσπέρασε το αρχικό της τρόμο και τώρα το απολαμβάνει. Μια ιδέα κυριεύει το μυαλό της: να μείνει παρέα με το σωτήρα της , να γυρνάει διαρκώς το κόσμο παρέα με το άλμπατρος – σωτήρα. Μα και πάλι διστάζει. Βλέπεις υπάρχει και ο Χρήστος... Προσφέρει και αυτός τα δικά του ταξίδια στη Μαριλίτα... Έστω και χωρίς «λογική» (α-λογα...)
Ζωγραφίζει στον αέρα... έστω και νοητά ο Νίκος. Το άλμπατρος δεν ήταν απλά η σωτηρία του. Ήταν η ελευθερία του! Τώρα ο θόρυβος της σιωπής έχει χρώμα, έχει όραμα. Ο αέρας καίει όχι από τον ήλιο (που σε λίγο θα ανατείλει) μα από τη δύναμη και την ενέργεια του Νίκου... Τόση φωτιά που ήταν κρυμμένη; Άλμπατρος σωτήρας και ελευθερωτής!
Ο Χρήστος πέταξε αρχικά την κοτσάνα του λέγοντας ότι εκείνος είδε πρώτος τα πουλιά και τα κάλεσε να τους σώσουν. Έφαγε λίγο κράξιμο από την παρέα και.... κατάλαβε το νόημα .Ένα βήμα πέρα από εμάς ίσως να είναι η σωτηρία , ίσως η αποτυχία. Αλλά σίγουρα θα είναι η αλήθεια του φίλου χωρίς εγωισμούς. Γιατί από το ίδιο υλικό είμαστε, μην ψάχνεις τη διαφορετικότητα.
«Όλοι βλέπουν οράματα ωστόσο κανείς δεν το ομολογεί...» , η πρώτη σκέψη της Αναστασίας όταν είδε τα άλμπατρος. Δεν τόλμησε να φωνάξει. Δεν ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της, θεώρησε τη εικόνα των πουλιών σαν παραίσθηση του ναυαγίου. Κι όμως ήταν όλα αληθινά. Πίστεψε... Στο ανέφικτο , στο αδύνατο.
Όσο για τον Πέτρο (δηλαδή εμένα ) ζήτησα να με προσγειώσει το άλμπατρος στο PC μου και να γράφω αυτή τη ιστορία. Ίσως εδώ να είναι η δική μου σωτηρία...

Η περιπλάνηση συνεχίζεται...

Tuesday 17 August 2010

Tο tango των γλάρων

Όταν ο καιρός αλλάζει

Από το παράθυρο βλέπω μολυβί το θόλο. Έχει μια γλύκα όμως. Δεν είναι βαριά τα σύννεφα, ανάλφρα είναι μα πυκνά, σαν φίλτρο φυσικό του ήλιου και ρίχνουνε πάνω στην ακύμαντη θάλασσα ένα λαμπερό και ενιαίο φως, δίχως σκιές και λάμψεις. Αυτό το γαλήνιο φως που δηλώνει πάντα πως αλλάζει ο αέρας, διαρκεί για λίγη ώρα αλλά μαγεύει τα γλαροπούλια. Τα κάνει να τα χάνουνε, να κάθονται όλα μαζί μες στο λιμάνι και να πλέουνε, κάποια ανοίγουνε φτερό μα μετανιώνουνε γρήγορα και γυρνάνε ξανά στη θέση τους, δίπλα στ' άλλα.
Χτύπησε το κουδούνι και ήτανε ο ταχυδρόμος. Μου έφερε ένα cd, απρόσμενο δώρο από ένα φίλο μου από τα παλιά. Καθώς το έβαλα να παίξει συνειδητοποίησα πως κάτι τέτοιες στιγμές η φύση παίρνει ιδέες από σπουδαίους ανθρώπους και πορεύεται πάνω σ' αυτές για να εντυπωσιάζει όλους εμάς τους αδαείς.
Αλλιώς δεν εξηγείται τ' ότι οι γλάροι έξω από το τζάμι μου χορεύουνε Tchaikovsky...

Tuesday 3 August 2010

... θα βιώσουμε ξανά κι άλλα πένθη τραγουδώντας το χτες,
τραγουδώντας το αλλού, τραγουδώντας την οδύνη τη στιγμή που γεννιέται
και το μεγαλείο του να ζεις που, τούτη τη χρονία, μισεύει
ώς το πέρας των ανθρώπων.

Tuesday 22 June 2010

Ανακάλυψη...

Τον τελευταίο καιρό ζω έντονες στιγμές και συναισθήματα. Οι προβληματισμοί μου για το τι θα γίνει μετά... είναι συνεχής. Έχω ανάγκη να βγω, να περπατήσω, να πιω ενα καφέ και να σκεφτώ. Βγαίνοντας έξω ο ήλιος με χτύπησε καταπρόσωπο. Ήταν σαν να επέστρεφα στη ζωή. Την πραγματική ζωή. Όπου η ευτυχία είναι η συσσώρευση πολλών ασήμαντων μικρών τίποτε. Μια ηλιαχτίδα, ένα χαμόγελο, ρούχα που στεγνώνουν στο παράθυρο, ένας πιτσιρικάς που ντριπλάρει ένα κονσερβοκούτι, ένα ελαφρύ αεράκι στο φουστάνι μιας γυναίκας...

Monday 7 June 2010

Θάνατος

Ξέρω πως θα είναι ο θάνατος.
Και θα 'χω αφήσει τόσα πίσω
ιδέες, αποφάσεις
και αυτή η συγκατοίκηση με το Μπαχ
που ήταν ασφυκτική.
Κι ένας ακόμα άγνωστος
θα μείνει με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι
τα χέρια σου, τα μάτια σου,
την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες
δίπλα απ' τη θάλασσα.
Γι αυτό σου λέω, ξέρω πως θα 'ναι ο θάνατος
μια απλή βραδιά, όπως οι άλλες.

Περικλής Κοροβέσης

Θα' ρθει ο θάνατος

Θα' ρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου.
Τα μάτια του έρωτα.
Θα είναι τότε σαν το τέλος μιας διαστροφής
σαν να βλέπεις να προβάλλεται ξανά
το πρόσωπο ενός νεκρού στον καθρέφτη,
σαν να άκουγες χείλη κλειστά.
Άφωνοι θα κατέβουμε στο βάραθρο.

Sunday 6 June 2010

Αγαπητέ Θεέ

Όταν ξύπνησα έστρεψα προς το παράθυρο για να δω το χιόνι. Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη Γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμα κοιμόνταν, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις ακόμα το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν, αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ' όλους εμάς: είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν ξεκουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Τι υγεία! Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ, ότι μου 'λεγες το μυστικό σου: Κοίτα κάθε μέρα τον κόσμο σαν να 'ταν η πρώτη φορά. Ε λοιπόν, την ακολούθησα τη συμβουλή σου: Σαν να 'ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα απ' τα ρουθούνια μου, να εισπνέω. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος. Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, που το κάνεις αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδία του μυστηρίου για ν' αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ.

Γιατί η συνήθεια να ζείς δεν είναι και λόγος ύπαρξης


Ξημέρωσε ο Θεός, βαρύ πολύ ήταν το κεφάλι μου, θαρρείς και ζύγιζε όσο ένα βουνό. Ν' αρχήσω με καφέ ή με ντούς; Το πιο αναγκαίο ήταν ο καφές. Και να κάνω ένα τσιγάρο. Με την πρώτη τζούρα όμως που τράβηξα, αναστατώθηκαν τ' άντερά μου. Νόμισα πως θα ξερνούσα. Βλαστήμησα αλλά ξανατράβηξα μια τζούρα για λόγους αρχής. Το δεύτερο κύμα αναγούλας ήταν ακόμα πιο έντονο και ξανάθεσε σε λειτουργία φοβερούς βρόντους μέσα στο κρανίο μου. Διπλώθηκα στα δυο πάνω από τον νεροχύτη της κουζίνας, αλλά δεν είχα τίποτα να ξεράσω. Μήτε καν τα πλεμόνια μου. Τουλάχιστον όχι ακόμα! Πού οι καιροί που με την πρώτη ρουφηξιά του πρώτου μου τσιγάρου ένιωθα να εισπνέω όλη μου την πείνα για ζωή! Μακριά ήταν, πολύ μακριά. Φυλακισμένοι μέσα στο στήθος μου οι σατανάδες δεν είχαν τίποτε καλό να δοκιμάσουν. Γιατί η συνήθεια να ζείς δεν είναι και λόγος ύπαρξης. Άνοιξα την παγωμένη βρύση κι έβαλα από κάτω την κούτρα μου. Έβγαλα κάμποσες φωνές, τεντώθηκα λιγάκι. Ξαναβρήκα την ανάσα μου. Πατίκωσα στο τασάκι τη μισοτελειωμένη γόπα μου κι άναψα άλλο τσιγάρο βάζοντας ξανά καφέ στο φλιτζάνι. Κατάπια μια γουλιά, τράβηξα μια μεγάλη ρουφηξιά καπνού και βγήκα στην ταράτσα. Ο καυτός ήλιος με χτύπησε κατακέφαλα. Μου' ρθε σκοτοδίνη. Ίδρωσε απότομα όλο μου το κορμί. Ζαλιζόμουνα. Νόμισα πως θα σωριαζόμουν λιπόθυμος καταγής. Όμως όχι, το ξεπέρασα. Το δάπεδο της ταράτσας ξαναβρήκε την ισορροπία του. Άνοιξα τα μάατια μου. Κι είδα εκεί, μπροστά μου, το μόνο πραγματικό δώρο που μου έκανε κάθε μέρα η ζωή. Τον ουρανό, τη θάλασσα. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Και μ' αυτό το φως, το μοναδικό, που δημιουργούσαν. Συχνά σκέφτομαι πως όταν αγκαλιάζεις το κορμί μιας γυναίκας είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να θέλεις να κρατήσεις πάνω σου αυτή την απίστευτη χαρά που ξεχύνεται από τον ουρανό στη θάλασσα. Κατέβηκα ράθυμα τα σκαλοπάτια προς το εσωτερικό του σπιτιού μου. Στον τοίχο απένταντί μου, με θωρούσε η φωτογραφία μου. Αναζήτησα μια μπίρα. Ωραίοι δεν είμαστε παρά μόνο μέσα από τα μάτια του άλλου. Εκείνου που μας αγαπάει. Έρχεται μια μέρα όπου δεν μπορείς πια να πεις στον άλλο πως είναι όμορφος γιατί ο έρωτας έχει πάει περίπατο και ο άλλος δεν είναι πια αντικείμενο πόθου. Και το καλύτερό σου πουκάμισο να φορέσεις, και τα μαλλία σου να κόψεις, και τα μουστάκια σου ν' αφήσεις, ό,τι κι αν κάνεις, τίποτε δεν θ' αλλάξει. Θα' χεις μόνο κάποιο δικαίωμα σ' ένα απλό "α, ωραία σου πάει" κι όχι πια στο "είσαι ωραίος" που τόσο έλπιζες ν΄ ακούσεις, σαν υπόσχεση ηδονικών στιγμών και τσαλακωμένων σεντονιών. Μα, πως τα καταφέρνει μια γυναίκα να μπαίνει τόσο απλά στην καρδιά ενός άντρα, έτσι μόνο με ματιές και χαμόγελα; Ήταν άραγε δυνατό ωα χαϊδέψεις την καρδία χωρίς καν ν' αγγίξεις την επιδερμίδα; Αυτό πρέπει να είναι η σαγήνη. Το να γλιστράς μέσα στην καρδία του άλλου, να την κάνεις να πάλλεται, κι έτσι να την κατακτάς...