Wednesday 27 June 2012

Ζούμε σε έναν άσχημο κόσμο


Μια μέρα δυο στιγμές.

Στέκομαι στο φανάρι περιμένωντας υπομονετικά. Στο αντικρινό πεζοδρόμιο βλέπω μια κοπέλα να σπρώχνετε από βιαστικούς περαστικούς..είναι ψηλή, με πυρόξανθα μαλλία και όλο χαμογελάει. Φοράει μάυρα γυαλιά παρόλο που είναι σούρουπο πια και βαδίζει αργά, σταθερά με την βοήθεια του σκύλου της κι ενός άσπρου μπαστουνιού. Κανένας δεν προσφέρθηκε να την βοηθήσει, κανένας δεν της ζήτησε ένα συγγνώμη για όλους ήταν ένα εμπόδιο στην πολυάσχολη καθημερινότητά τους. Ακόμα και για τους δύο νεαρούς στο αυτοκίνητο που όταν την χτύπησαν δεν γύρισαν να κοιτάξουν πίσω τους. Ακόμα και για εκείνους που βιάστηκαν να πουν ΄΄μα εκείνη περάσε την διάβαση χωρίς να ζητήσει βοήθεια΄΄.

Μια ομάδα ΜΑΤ χτυπάει ένα κορίτσι έξω απο το μαγαζί. Μετά δακρυγόνα. Πολλά δακρυγόνα, αλήθεια. Φασαρία. Φωτιές. Κόκκινα μάτια και φωνές και χέρια που τρέμουν.

Σε όλους εσάς που διψάτε για επανάσταση και πεθαίνετε να αναβιώσετε τις μέρες του Πολυτεχνίου.

Ζούμε σε έναν άσχημο κόσμο. Περιτριγυρισμένοι απο άσχημους ανθρώπους που δεν δίνουν δεκάρα για μια τυφλή κοπέλα και δεν ανατριχιάζουν όταν η μπότα τους αγγίζει σάρκα.

Ζούμε σε έναν άσχημο κόσμο φτιαγμένο απο άσχημους ανθρώπους. Και όσες επαναστάσεις και να κάνετε, όση βια και να ανταποδώσετε, κι εσείς άσχημοι θα είστε.
Δε θα τους αλλάξετε. Οι άνθρωποι με την ψύχη βουτηγμένη στη βια αιώνες τώρα δε θα αλλάξουνε το DNA τους για γαρύφαλλα και περιστέρια.

Ζούμε σε έναν άσχημο κόσμο που μόνο με μια ολική καταστροφή θα ξαναζήσει. Μακρά απο εμάς.

Κι εγω φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι.
Δεν είμαι γενναίος, ούτε και θέλω να γίνω, ευχαριστώ.
Όταν πια δε θα τρέμω όταν ακούω πυροβολισμούς θα κλάψω για την ψυχή μου.

Εγώ φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι.

Μόνο να φύγω θέλω, απο τις άσχημες πόλεις που μας κάνουνε όλους Τσε Γκεβάρα για τη μαγκιά.

Εγώ είμαι άνθρωπος, και κλαίω, και μόνο μια αγκαλιά μπορεί να διώξει την απανθρωπιά απο δίπλα μου, όχι μια σφαίρα.

Ζούμε σε έναν άσχημο κόσμο σας λέω.

Και δεν το κατάλαβα τώρα, τώρα το είδα. 

Tuesday 26 June 2012

Γύμνά πέλματα

΄΄Μην περπατάς ξυπόλητος θα κρυώσεις΄΄
φώναζες πάντα από το βάθος του διαδρόμου
μ΄αρέσει το ξύλο κάτω από τα πόδια μου μουρμούριζα γελώντας
ξύλινος βατήρας για βουτιές του αέρα
έτρεχα, στριφογύριζα, γλίστραγα, μάζευα τα λεπτά μας
ανάμεσα στα δάκτυλα μου
τα έκρυβα εκεί
και τα βράδια τα ξανά-ζέσταινα ανάμεσα στα δικά σου

΄΄Μην περπατάς ξυπόλητος θα κρυώσεις΄΄
έλεγες χωρίς να σηκώσεις το βλέμμα
δεν χρειαζόταν 
είναι άλλος ο ήχος των γυμνών πελμάτων 
πάνω στους φόβους των ξύλων σου
η δικιά μου θεωρία των χορδών σου

΄΄Μην περπατάς ξυπόλητος θα κρυώσεις΄΄
όταν κρύωσα πραγματικά
έφυγα
ξυπόλητος
όπως ήρθα



Monday 25 June 2012

Να θυμάσαι

θέλω να θυμάσαι τα χέρια μου
ό,τι άγγιζαν γινόταν λάσπη
εκτός απ' τα καλοκαίρια που απλά άφηναν χώμα ξερό

και να θυμάσαι και τα μάτια μου 
σπάνια εγκατέλειπαν την συντριβή μου
και του κόσμου όλου

θέλω να με θυμάσαι 
για το πρωινό μέλι 
επάνω στις γυμνές φρυγανιές

να με θυμάσαι 
για τα χαλασμένα μου πνευμόνια 
που είχαν εισπνεύσει πολλή πόλη

και για τους κροτάφους μου
που φωσφόριζαν στο σκοτάδι
λες και σε φώναζαν να τους φιλήσεις

θέλω να σε θυμάμαι
για τις παραστάσεις που έδινες
όπου το κοινό υποκλινόταν κι εσύ χειροκροτούσες

να θυμάσαι τα χέρια μου

και να θυμάμαι τη μέση σου 
που ήταν αλύγιστη
και πάντα κρύα

και να θυμάσαι και τα μάτια μου

θέλω να σε θυμάμαι 
για τα τανγκό που χόρευες μόνη σου
όλοι οι καβαλιέροι ήταν πολύ μελαγχολικοί για σένα

το πρωινό μέλι

να σε θυμάμαι 
για τα χαλασμένα σου δόντια
είχαν μασήσει πολλές γλώσσες

και τα χαλασμένα μου πνευμόνια

και για τους κροτάφους σου
που γυάλιζαν στον ήλιο
λες και σε φώναζαν να τους φιλήσεις

να θυμόμαστε ο ένας τον άλλο
σαν δυο σφαίρες πλάι σε ένα όπλο
που πάλευαν για το ποια θα χωθεί πρώτη στον κρόταφο απέναντι

να θυμόμαστε πως ο ένας
θα λουζόταν το αίμα των κροτάφων
κι ο άλλος απλώς θα το έβλεπε να κυλάει

και να θυμόμαστε πως 
όλοι κυνηγάνε να γίνουν δολοφονικοί
αντί αυτόπτες μάρτυρες

φόνος θα υπάρξει σίγουρα άλλωστε

θέλω να θυμάσαι 
πως είναι θέμα επιβίωσης
και δεν είμαστε καθόλου μοναδικοί



υ.γ ευχαριστώ την φίλη μου Ρέα για την επάφή μου με τους Maccabees.

Thursday 21 June 2012

λαβύρινθος

Βλέπεις μια Ελλάδα να ψυχορραγεί και, παρόλο που ξέρεις την Αριάδνη, αφήνεσαι, παραδίνεσαι στον πεινασμένο Μινώταυρο. Ο μίτος; Σου τον έδινε, σε ικέτευε να σωθείς, αλλά εσύ νόμιζες ότι είσαι ένας μικρός θεός, άτροτος, ανίκητος. Ο λαβύρινθος έγινε δρόμος σου, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία που έγραψες στο ημερόλογιο, εκεί κάτω από την Ακρόπολη. Όπου ξεκίνησες. Είδες τα καράβια από το μικρό φεγγίτη.... Είπες θα πετάξω. Μα ακόμη ήσουν μέσα στον σκοτεινο λαβύρινθο. Δανεικά όνειρα. Σειρήνες που έκαναν να ξεχάσεις. Το δρόμο, την αλήθεια. Ποιον δρόμο; Δεν τον θέλησες ποτέ. Κοίτα στον καθρέφτη. Ο Ήφαιστος τον άφησε στολισμένο από φωτιά. Δες. Κοίτα, αλλά μην κλείσεις τα μάτια. Της Πανδώρας τα κράτησες όλα. Ο Μινώταυρος είναι εκεί...

Sunday 3 June 2012

Όταν.....

Δεν μπορώ να ζητήσω πολλά.
Δεν ξέρω κι αν θέλω να ζητήσω τίποτα.
Ναι, θέλω να ενθουσιάζομαι με πράγματα που
θα μπορούσαν να συμβούν.
Αλλά και πάλι, δεν ενθουσιάζομαι και τόσο.
Βγάζω τον σκύλο βόλτα.
Κάθε μέρα.
Καπνίζω λίγο παραπάνω
- από πλήξη και για να διατηρώ τα λογικά μου.
Το παρελθόν μοιάζει σχεδόν σαν να μην συνέβη.
Επικρατεί το παρόν.
Δεν λυπάμαι γι' αυτό
και το να μην λυπάσαι απαιτεί προσπάθεια.
Περιμένω να δω τα φώτα στο δρόμο ν' ανάβουν κάθε βράδυ.
Παρατηρώ τα πάντα
και πάλι είναι σαν να μην υπάρχουν.
Δεν απελπίζομαι.
Όταν έρθουν οι φίλοι, όλα θα είναι όπως πριν.