Sunday 3 October 2010

Μονολογώντας

οι άνθρωποι στην Αθήνα μονολογούν. περπατώντας σκυφτοί στους μεγάλους δρόμους κυνηγούν τη σκιά που απλώνεται μπροστά τους, δεν κοιτούν ποτέ γύρω, ποτέ τους άλλους, τους δίπλα, βαδίζουν μόνο ευθεία, μόνο μπροστά. στριμωγμένοι στην κίνηση των λεωφόρων, περνώντας βιαστικά τις διαβάσεις με ένα τσιγάρο αναμμένο στο χέρι, περιμένοντας στις στάσεις τα μέσα που πάντα αργούν, σπρώχνουν και σπρώχνονται για να χωρέσουν σε μια μικρή γωνιά στο λεωφορείο, παλεύουν να καταλάβουν την ελάχιστη επιφάνεια που τους αναλογεί, κρατούν σφιχτά την τσάντα τους με μια στάση αμυντική, σα να φοβάται ο ένας τον άλλο, σα να μην αντέχει κανείς μια τόσο έντονη συνύπαρξη, τόσο στενή, τόσο απειλητική. η δυσφορία τους μετουσιώνεται σε ψίθυρο, σαν μια αέναη κραυγή που φοβάται να βγει από τα σωθικά τους και αρκείται απλά στο να ειπωθεί σιγανά, κι ας μην ακουστεί, κι ας μη βρει συμπαραστάτη. ανάμεσα σε βήματα που μπερδεύονται, σε ζωές και ανάσες βιαστικές που σμίγουν άθελά τους, σε μια συνύπαρξη αναγκαστική, που κανείς τους δε τη θέλει, δε την επιθυμεί, δε τη ζητά, εκεί πλανώνται λέξεις μοναχικές, φράσεις ακατανόητες, μπερδεμένες. σα να ψάχνουν κάποιον να μιλήσουν αλλά δε βρίσκουν, δεν προλαβαίνουν, δε θέλουν να βρουν, έτσι κι αυτοί, οι διαβάτες, μονολογούν, απευθύνονται στον Άλλο, τον δεύτερο εαυτό τους, τον πιστό τους σύντροφο. σ’ αυτόν λένε τον πόνο τους, το παράπονό τους, τον θυμό τους για τη μίζερη ρουτίνα τους, για τη ζωή που δε ζουν, που δεν μπορούν να ζήσουν, για τον χρόνο που κυλά, σα να παλεύουν να εξημερώσουν, να ξορκίσουν τη μοναξιά τους διαλαλώντας την, πάντα όμως σιγανά, μετρημένα, διακριτικά, φοβούμενοι μην ακουστούν, μη διακριθούν από το πλήθος, μη ξεχωρίσουν. οι άνθρωποι στην αθήνα βιάζονται, τρέχουν να προλάβουν, ποιος ξέρει τι, ίσως τη ζωή τους, να φτάσουν κάπου, ποιος ξέρει πού, ίσως στον αόρατο προορισμό τους. περπατούν βαριά αλλά πάντα βιαστικά, να προφτάσουν, να προφτάσουν, γρήγορα, με πρόσωπα ανέκφραστα, κουρασμένα, με μάτια κενά, χαμηλωμένα, αδιάφορα. προσπαθούν να απομονωθούν από το πλήθος, φορούν ακουστικά, να μην ακούν τις εξατμίσεις, τα κορναρίσματα, τη βουή, σα να φοβούνται να αφουγκραστούν τους ίδιους τους ψιθύρους τους, τις ίδιες τις κραυγές τους, τις κραυγές των άλλων, φορούν γυαλιά σκούρα να μη βλέπουν την ασχήμια, τη μοναξιά, τον πόνο, τον δικό τους πόνο. περπατούν βιαστικά, βιαστικά μα πάντα μόνοι, είναι τόσο κοντά μα τόσο ξένοι, ποτέ δε χαιρετούν κανέναν, δε γνωρίζουν κανέναν. Οι άνθρωποι στην αθήνα σπάνια κρατούν ένα άλλο χέρι σφιχτά στη χούφτα τους, έναν ώμο στην αγκαλιά τους, βιάζονται, τρέχουν. ίσως γι’ αυτό μονολογούν.

No comments:

Post a Comment