Sunday 30 September 2012

Κάτι πρωινά σαν αυτά του Τίφαννυς


Το ξυπνητήρι χτύπησε τη σωστή ώρα. Όχι αυτήν που έπρεπε να ξυπνήσει, αλλά αυτή που του επέτρεπε να νιώσει το σώμα του τυλιγμένο στα σεντόνια, να αγκαλιάσει τους ώμους του , να μυρίσει το μαξιλάρι του, να τεντωθεί πανηγυρίζοντας την ανυπακοή του στο χρόνο και ίσως να προλάβει να την ονειρευτεί. Λίγο ψυχαναγκαστικά.

Σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζει πρωινό. 'Εστρωσε ένα μπλέ τραπεζομάντιλο και τοποθέτησε δύο άδεια πιάτα , που καθρέφτιζαν ομοιόμορφα το πρόσωπο του και ένα βάζο με πλαστικές μαργαρίτες - που δεν μαδιούνται ούτε από αγάπη ούτε από μίσος.

Αφού τα ετοίμασε όλα, έβγαλε μία φωτογραφία το στρωμένο  τραπέζι. Γέμισε ένα κολωνάτο ποτήρι με χυμό πορτοκάλι-μπανάνα, μέσα στον οποίον επέπλεαν μικρά κύτταρα  φρεσκάδας και φυσικότητας. Σέρβιρε προσεκτικά σ'ένα φλιτζάνι αχνιστό γαλλικό καφέ με άρωμα φουντούκι και πικραμύγδαλα. Άλειψε σε δύο φέτες φρυγανισμένο ψωμί (που είχε πεταχτεί από τη τοστιέρα ακριβώς τη στιγμή που ξύριζε το λακκάκι στο πιγούνι του) φρέσκο βούτυρο, που έλιωνε ήρεμα, αντιδρώντας στην θερμότητα. Με ένα μαχαίρι πρόσθεσε μαρμελάδα από άγριο βατόμουρο με κομματάκια από σπόρια που έτριζαν στο δάγκωμα. Συνέχισε με τις αφράτες τηγανίτες που τις περιέλουσε ξεκινώντας από την κορυφή της στοίβας με σιρόπι σφενδάμου. Πρόσθεσε αλάτι και πιπέρι στα αυγά και το μπέικον που ακόμα τσιτσίριζαν στο τηγάνι. Τέλος καθάρισε δύο μήλα. Ένα κόκκινο και ένα πράσινο. Σχηματίζοντας μικρά φλουδένια λουλούδια από αψεγάδιαστες ροδέλες που θα κατέληγαν στα σκουπίδια. Έτριψε επίμονα το στόμα του με μια άσπρη υφασμάτινη πετσέτα με το μονόγραμμά του στη γωνία. Το λέρωσε. Σηκώθηκε από το τραπέζι. Πόσταρε στο Facebook την φωτογραφία, την ώρα που έγλειφε το μαχαίρι του βουτύρου, ελπίζοντας να τη δει εκείνη. Να τη δει και να ζηλέψει που κάποια άλλη μοιράζεται (δύο πιάτα) το πρωινό μαζί του. Ίσως και όλα τα πρωινά.

Έκλεισε την πόρτα με θόρυβο και ξεκίνησε για τη δουλειά. Τα πόδια του κατέβαιναν τα σκαλιά του μετρό, ενώ το μυαλό του σκούπιζε ακόμα τη μαρμελάδα από τα χείλη της. Δεν είχε χορτάσει. Η μαρμελάδα ήταν άγριο βατόμουρο.
 

No comments:

Post a Comment